Δευτέρα 23 Μαρτίου 2015

ΧΟΗΦΟΡΟΙ

                                          ΧΟΗΦΟΡΟΙ

                               Μετάφραση.  Κ.Χ.ΜΥΡΗ
                            ……………………..
(Το δεύτερο μέρος της τετραλογίας του ΑΙΣΧΥΛΟΥ –ΟΡΕΣΤΕΙΑ)
……………………………………………………………………….

ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Το πρώτο μέρος ΑΓΑΜΕΜΝΩΝ της τετραλογίας ΟΡΈΣΤΕΙΑ τελείωσε με το φόνο του Αγαμέμνονα από τη γυναίκα του Κλυταιμνήστρα και την αποχώρηση των δύο ενόχων. . Ο Αίγισθος ευτυχής αλλά η Κλυταιμνήστρα  όσο και αν δεν μετανιώνει για την πράξη του φόνου του Αγαμέμνονα, ωστόσο τα λόγια του χορού   ‘’ σκοτώνεις και σκοτώνεσαι ,  ‘’θα πάθεις ότι πράξεις’’ ‘’του φόνου πληγή με φόνου πληγή θα πληρώσεις’’ ‘’η Δίκη τροχίζει στο ακόνι της Μοίρας το ξίφος  καινούργια εκδίκηση ζητώντας’’….θα την ακολουθούν και  δυσοίωνα όνειρα και προαισθήσεις θα ταράζουν συχνά το όνειρα της  κραταιάς Κλυταιμνήστρας .
                         ………………………………………..

ΤΑ ΠΡΟΣΩΠΑ ΤΗΣ ΤΡΑΓΩΔΙΑΣ

ΟΡΕΣΤΗΣ γιός του Αγαμέμνονα και της Κλυταιμνήστρας
ΠΥΛΑΔΗΣ φίλος του Ορέστη
ΗΛΕΚΤΡΑ κόρη του Αγαμέμνονα και της Κλυταιμνήστρας
ΟΙΚΕΤΗΣ
ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ
ΤΡΟΦΟΣ του Ορέστη
ΑΙΓΙΣΘΟΣ γιός του Θυέστη
ΧΟΡΟΣ

Το  Χορό τον αποτελούν  μάλλον τρωαδίτισσες σκλάβες. Αυτό το μαθαίνουμε και από το λόγο του ίδιου του χορού και  από ένα στίχο της Ηλέκτρας..
Αυτός ο χορός δεν στοχάζεται ,δεν συμβουλεύει μόνο ,αλλά παίρνει ενεργό μέρος στη δράση. Ανεξάρτητα όμως από την καταγωγή του ,έχει ενσωματώσει μέσα του τα πάθη των Ατρειδών. Ο χορός συμβουλεύει την Ηλέκτρα τι να προσευχηθεί όταν θα χύνει χοές στον τάφο του πατέρα της, ο χορός ξεκινάει πρώτος το μοιρολόι για τον χαμένο βασιλιά, ο χορός επεμβαίνει και πείθει την τροφό να πάει άλλο μήνυμα στον Αίγισθο από αυτό που της είχε πεί η Κλυταιμνήστρα, .ο χορός αλαλάζει από χαρά όταν τιμωρηθούν με θάνατο οι φονιάδες, και ο χορός κλείνει το τέλος της τραγωδίας.
                                         …………………………………………….
Ο Αlbin lesky. Για την αρχή της τραγωδίας κάνει μια εύστοχη παρατήρηση. «ο Αισχύλος συνέθεσε τον πρόλογό του σε εντυπωσιακή αντιπαράθεση με το τέλος του προηγούμενου έργου που έκλεινε με την αποχώρηση του ένοχου ζευγαριού, που πιεζόταν ήδη από το βάρος της ενοχής και της μοίρας του, στην αρχή του δεύτερου μέρος,  βρίσκουμε το αγνό παλικάρι, τον Ορέστη , να προσεύχεται στον τάφο του πατέρα του.»
                                      ΟΡΕΣΤΗΣ  ΠΥΛΑΔΗΣ

Ο Ορέστης μαζί με το φίλο του Πυλάδη φτάνουν κρυφά στο Άργος.. Ο Ορέστης  ήρθε για να εκδικηθεί το θάνατο του πατέρα του.
Η τραγωδία αρχίζει  με το λόγο του Ορέστη  που γονατιστός μπρος στο τύμβο του πατέρα του, ποσεύχεται. Είναι βαθιά συγκηνημένος. Μαζί του και ο φίλος του Πυλάδης , το πρόσωπο που σε μια κορυφαία στιγμή,   η επέμβασή του θα είναι καθοριστική για την εξέλιξη του δράματος.
Από την προσευχή του Ορέστη διασώζονται μόνο μερικοί στίχοι.


                        ΠΡΟΣΕΥΧΉ ΤΟΥ ΟΡΕΣΤΗ


«Χθόνιε Ερμή, που εποπτεύεις του πατέρα την εξουσία,/γίνε σωτήρας μου και σύμμαχός μου, ικετεύω / εξόριστος γυρίζοντας φθάνω σ’ αυτή τη γη
………………………………………………………………………………
Σ ‘την όχθη αυτού του Τύμβου στον πατέρα μου / κράζω ν΄ αφουγκραστεί,  ν’ ακούσει….
………………………………………………………………………………..
Προσφέρω  βόστρυχο στον Ίναχο που μ’ έθρεψε/ κι’αυτόν τον δεύτερο πένθιμη προσφορά
……………………………………………………………………………………
Παρών δεν ήμουν στη θανή σου, πατέρα, να σε κλάψω/ δεν άγγιξε το χέρι μου στην εκφορά σου
…………………………………………………………………………………………
Ο ταν τελειώσει την προσευχή του, βλέπει να έρχεται μια ομάδα μαυροφορεμένων γυναικών κρατώντας χοές. Μαζί τους βλέπει να είναι και η αδερφή του Ηλέκτρα ,και φοβάται μήπως καμιά νέα συμφορά βρήκε το σπίτι του και με θέρμη απευθύνεται στο Δία « Ω  Ζεύ. Δώσε να εκδικηθώ το φόνο /του πατέρα, πρόθυμος γίνε σύμμαχός μου.»  και ταραγμένος προτείνει στον Πυλάδη να σταθούν παράμερα για να μάθουν καλά τι τάχα ζητεί αυτών των γυναικών η λιτανεία. ( είναι η πρώτη ωτακουστία που έχουμε σε αρχαία τραγωδία. Αργότερα έχει και ο Σοφοκλής στον Φιλοκτήτη)

                                  ΠΑΡΟΔΟΣ
                                 (Είσοδος χορού)    
Οι μαυροφορεμένες γυναίκες που μπαίνουν στη σκηνή ,μαζί με την Ηλέκτρα ,και κατευθύνοντα προς τον τύμβο του νεκρού βασιλιά ,είναι ο χορός της τραγωδίας
« Απ’ το παλάτι μ’  έστειλαν κομίζοντας χοές
κι’ ήρθα χτυπώντας τα στήθη παράφορα.
Τα νύχια μου σκάψαν αυλάκι νωπό
πάνω στα μάγουλα που ρέουν αίμα.
Ολημερίς η καρδιά μου
στο θρήνο βόσκει.
Άλγος βαρύ κουρέλιασε
τα λινά μου φορέματα
κι΄ αγέλαστα ρημάξανε δεινά
των πέπλων μου το στολισμό στο στήθος
Αυτό ο λόγος του χορού  ‘’ολημερίς η καρδιά μου στο θρήνο βόσκει’’ δείχνει πόσο οδυνηρή είναι η ζωή τους κάτω από την εξουσία των φονιάδων του βασιλιά .είναι πραγματικά  συγκλονιστική η περιγραφή του πόνου τους. Απ’ όλο το λόγο τους φαίνεται καθαρά το μίσος που έχουν γι’ αυτούς που κυβερνάν.
Σε συνέχεια αναφέρουν τον τρόμο της Κλυταιμνήστρας από ένα όνειρο που είδε και  σήκωσε μεγάλη ταραχή στο παλάτι, σ’ αυτή την περιγραφή δεν αναφέρει ποιο ήταν το όνειρο.  Και
« Είπαν οι ονειροκρίτες
κρατώντας και σημάδια των θεών
πως οι νεκροί, κάτω στη γη ,βαρύθυμοι
πικρόχολοι εγκαλούν τους φονιάδες»
Γι’ αυτό στέλνει το χορό μαζί με την Ηλέκτρα να χύσουν χοές στον τάφο του Αγαμέμνονα για να εξευμενίσουν το πνεύμα του νεκρού. Όμως οι γυναίκες του χορού είναι σίγουρες ότι με τίποτα δεν μπορείς να εξευμενίσεις σκοτωμένους από την Κλυταιμνήστρα.
«…ο ένοχος σπαράζει στο μαρτύριο
κι’άσωστες συμφορές χορταίνει.
Αν σπάσει η παρθενιά, δεν έχει φάρμακο
κι’ αν γίνουν τα ρυάκια ποταμός
δεν είναι τρόπος να ξεπλύνουμε
το μίασμα στα ματωμένα χέρια…»
Για τον τρόπο που κυβερνάν οι ένοχοι μας δίνει πληροφορίες ο χορός.
«Τ ’ανίκητο, τ’ αδάμαστο, τ’ αρχαίο σέβας
που του λαού τ΄αυτιά και την καρδιά
πληρούσε, πέταξε τώρα.
Τρόμος παντού. Αν σπείρεις τρόμο
σπέρνεις τον πιο τρανό θεό μέσα στον άνθρωπο.
Η Δίκη ξαγρυπνά
κι’άλλους γοργά μέσα στο φως σωριάζει

άλλους, χρονίζοντας  τα βάσανα
στις παρυφές του σκότους περιμένει
κι’άλλους κρατάει σε νύχτα πηχτή.

Το αίμα το χυμένο που ρούφηξε η γη
ασήκωτος κι’ απλήρωτος το έπηξε ο φόνος.
Ο ένοχος σπαράζει στο μαρτύριο
κι’άσωστες συμφορές χορταίνει.
……………………………………
………………………………..
Είναι έντονο το μίσος που αισθάνονται για τους φονιάδες.
«……….εγώ που οι θεοί μ’ ανάγκασαν
ν’ αλλάξω πόλη κι’ απ’ τη πατρίδα
μ’ έσυραν στη μοίρα της σκλαβιάς
 στα δίκαια και στ’ άδικα
με το στανιό θα σκύβω το κεφάλι στον αφέντη
και το πικρό μου μίσος θα κρατώ κρυφό.
Πλημμυρίζω στο δάκρυ κάτω απ ’τα πέπλα μου
για των αρχόντων την άμοιρη τύχη
κι’ ένα χιόνι σκεπάζει τ’ απόκρυφο πένθος μου»
Ο ποιητής χωρίς ακόμα να μας παρουσιάσει σκηνικά την Κλυταιμνήστρα, με
αυτά που λέει στην πάροδο ο χορός μπορούμε να φανταστούμε το ψυχικό μαρτύριο μιας ένοχης ψυχής, που χωρίς να μετανιώνει για την πράξη της, βυθίζεται καθημερινά στην αγωνία, τρέμοντας μην επαληθευθούν οι προειδοποιήσεις του χορού της τραγωδίας ‘’Αγαμέμνων’’.
Εφιαλτικά όνειρα ταράζουν τον ύπνο της. Τρομαγμένη  λοιπόν από το όνειρο της χτεσινής νύχτας ,στέλνει το χορό μαζί με την Ηλέκτρα να ρίξουν χοές στον τύμβο του  βασιλιά με την ελπίδα πως έτσι θα καταπραΰνει το πνεύμα του.
Ποιο ήταν το όνειρο ακόμα δεν αναφέρεται.

                   ΗΛΕΚΤΡΑ  ΧΟΡΟΣ
Όταν ο χορός με την Ηλέκτρα φτάσει στο τύμβο του Αγαμέμνωνα, περιμένουν την Ηλέκτρα ν’ αρχίσει πρώτη τις ευχές που εξευμενίζουν τους νεκρούς. Εκείνη στέκεται αμήχανη,  αναποφάσιστη μπροστά στον Τύμβο. Δεν ξέρει τι να πεί. Δεν μπορεί να επαναλάβει όσα η Κλυταιμνήστρα τη συμβούλεψε να πει χύνοντας τις χοές. Ζητάει τη γνώμη του χορού και παρακαλεί να της πουν τι πρέπει να πει,  Ο χορός πρόθυμα ανταποκρίνεται στην παράκληση της Ηλέκτρας. Τη συμβουλεύει να ευχηθεί  για το καλό των  αγαπημένων του νεκρού. Για τον Ορέστη που ζει στην ξενιτιά, να θυμηθεί τους αυτουργούς του φόνου. Η Ηλέκτρα, όταν ο χορός της λέει να έρθει ‘’ο φονιάς των φονιάδων’’, τρομαγμένη ρωτάει, «για τους θεούς σημαίνει αυτό σέβας;» Ο χορός επιμένει ότι «πως όχι, αν στον εχθρό θ’ ανταποδώσεις το κακό» και τις υποδεικνύει τι πρέπει να πεί στην προσευχή της ,ενώ θα χύνει τις χοές στον τάφο του πατέρα της.
Καθοδηγούμενη από το χορό η ευαίσθητη και άπειρη κόρη του Αγαμέμνονα χύνοντας τις   χοές γονατίζει μπρός στον Τύμβο και ικετεύει τον χθόνιο Ερμή   (με την ίδια επίκληση στον χθόνιο Ερμή άρχισε και ο Ορέστης τις ευχές του)  να φέρει το μήνυμά της στου Άδη τους θεούς όσοι στο πατρικό της εποπτεύουν. «κι’ εγώ σταλάζω χοές στους νεκρούς, τον πατέρα καλώ και φωνάζω : σπλαχνίσου με/και κάμε τον Ορέστη σου να  λάμψει φως στο σπίτι  σου………….» Συνεχίζοντας περιγράφει τη μαύρη ζωή που κάνει μένοντας στο παλάτι και ικετεύει το πνεύμα του πατέρα της «…….κάνε να γίνω απ΄τη μητέρα φρονιμότερη// και καθαρότερη στα χέρια….» Όταν τελειώσει τις ευχές και το θρήνο για το χαμό του πατέρα της απευθύνεται στο χορό « …..Επικυρώνω τις ευχές με τις σπονδές που χύνω /  και σείς κατά το έθιμο ποτίστε τες με θρήνο,/ το μοιρολόι ψάλλοντας του πεθαμένου»
Από όλη αυτή τη σκηνή προβάλλει ένα πρόσωπο της Αισχύλειας Ηλέκτρας τρυφερό, ήπιο, ευαίσθητο , άπειρο, που δεν ξεσπάει σε κατάρες και μίσος για τη μάνα της.
Είναι πραγματικά συγκλονιστική η ικεσία της προς τον πατέρα της : κάνε να γίνω απ΄τη μητέρα φρονιμότερη και νάχω καθαρότερα τα χέρια.
Δεν  μοιάζει με τη Σοφόκλεια και Ευριπίδεια Ηλέκτρα . Εκείνες και ξέρουν τι πρέπει να κάνουν και βοηθάνε  τον Ορέστη στην εκτέλεση των φονιάδων και μισούν θανάσιμα τη μάνα τους.
Όταν τελειώσει η Ηλέκτρα αρχίζει ο χορός το μοιρολόι του πεθαμένου
Χύνετε μαύρο δάκρυ μ’ αναφιλητό
για τον αδικοχαμένο βασιλιά
το μνήμα του παρηγοριά στη λύπη μου και στη χαρά.
Πίσσα να γίνουν οι χοές και ξορκισμένες νάναι
να τις χωνέψει η μαύρη γη.
Άκου σεβάσμιε , άρχοντά μου, ν’ ακούσεις
τη βουή της καρδιάς μου,
οι χαμός , όι κλαϊμός.
Ας φανεί κανείς αρματωμένος
το παλάτι να λυτρώσει, κρατώντας
στα χέρια τόξα και βέλη σκυθικά
κι’απ’ τη λαβή πολεμικά μαχαίρια.
Όταν και ο χορός τελειώνει το μοιρολόι του νεκρού βασιλιά η ατμόσφαιρα αρχίζει ν’ αλλάζει καθώς και τα αισθήματα του χορού και της Ηλέκτρας.

                   Οι προαισθήσεις της Ηλέκτρας

Με εξαιρετική δεξιοτεχνία ο Αισχύλος μας μεταφέρει σε μια ατμόσφαιρα όπου κυριαρχούν έντονα,  ελπίδα, αμφιβολία, αναμονή, συγκίνηση, παραζάλη. Η Ηλέκτρα με έντονη προσπάθεια να ξεδιαλύνει αυτό που βλέπει πάνω στον Τύμβο του πατέρα της Λέει στο χορό ‘’ ακούστε παράξενα πράγματα…βλέπω στον τάφο ένα κομμένο βόστρυχο…..έξω από μένα άλλος κανείς δε θά   ‘κοβε μαλλιά» Προχωράει τον προβληματισμό της « Κι όμως ο βόστρυχος αυτός κάπως ταιριάζει…..φέρνουν σαν τα δικά μου αν προσέξεις …..(με αυξάνουσα έξαψη συνεχίζει) έστειλε στον πατέρα τάμα την κόμη του….Η καρδιά μου ξεχείλισε χολή/σαν να με τρύπησε βέλος πέρα για πέρα………..μόνο που είδα την πλεξίδα αυτή….» Μέσα σε μια παραζάλη ελπίδας, αγωνίας , βλέπει   κοντα στον τύμβο χνάρια από ανθρώπινες πατημασιές , η καρδιά της , όπως λέει πάει να σπάσει   από αγωνία. Αναρωτιέται ποιανού μπορεί να είναι αυτά τα χνάρια. Επειδή όλο της το είναι εύχεται να είναι του Ορέστη λέει στο χορό ότι στο χώμα είναι δυο ποδιών τα χνάρια  και μέσα σε μια έξαλλη κατάσταση χωρίς λογική  ξεφωνίζει  «…Αν μετρηθούνε πατούσα και περίγραμμα// θα ταυτιστούν με τα δικά μου χνάρια/  με κατοικεί πόνος βαρύς και το νού μου δαμάζει»
Η ταύτιση των ανδρικών πελμάτων με των δικών της δείχνει ότι πια δεν λειτουργεί η λογική . Είναι τόσο βαθιά η επιθυμία της να είναι του Ορέστη που φτάνει σ΄αυτόν το παραλογισμό. Δεν συμφωνώ με διάφορους που σ’ αυτό το  σημείο ειρωνεύονται τον Αισχύλο .Η Ηλέκτρα σ’ αυτό το σημείο είναι εκτός εαυτού ‘’πάρεστι δ’ώδίς καί φρενῶν καταφθορά»

           ΟΡΕΣΤΗΣ  ΗΛΕΚΤΡΑ   ΧΟΡΟΣ

Στην κορύφωση της δραματικής της έξαψη, εμφανίζεται ο Ορέστης που συγκινημένος της φωνάζει: Οι ευχές σου στους θεούς τελεσφόρησαν,// ευχήσου να βγούν σε καλό  και τ ’άλλα.
Κεραυνόπληκτη η Ηλέκτρα από την αναπάντεχη  παρουσία του Ορέστη, στην αρχή δεν μπορεί να πιστέψει ότι απέναντι της στέκεται το  πρόσωπο που πιο πολύ λαχταρούσε στη ζωή της να δεί ,ο Ορέστης. Από την έξαψη της λαχτάρας να δει τον Ορέστη ,περνάει στο φόβο μήπως αυτός που  βλέπει της πλέκει κάποιο δόλο. Ο Ορέστης όμως της λέει πως τα μαλλιά τους μοιάζουν και ακόμα με απέραντη αγάπη τις δείχνει το ρούχο που φοράει  «..το ρούχο τούτο το ύφαναν τα χέρια σου,/ να της σαΐτας τα περάσματα εικόνα κυνηγιού./Κατάπιε τη χαρά σου για να μη χάσεις το μυαλό// Ξέρω πως μας μισούν οι πιο δικοί μας»
Ο Ορέστης συγκινημένος γιατί έσμιξε με την αδερφή του, απευθύνεται στον Δία και ικετεύει να ρίξει το βλέμμα του στη συμφορά των παιδιών του Αγαμέμνονα και να τους βοηθήσει να στεριώσουν πάλι το πατρικό τους σπίτι «……..Αν μας αποχαλάσεις,  ξεπεταρούδια /ενός πατέρα που πάντα με θυσίες σε τιμούσε,/ποιο χέρι πλούτο αντάξιο θα σου προσφέρει;/ ……Αν ξεραθεί στη ρίζα του το δέντρο το βασιλικό/ποιος θα φροντίζει τους ναούς στις πανηγύρεις;……Στείλε βοήθεια και στέριωσε το σπίτι μας ξανά/που τώρα φαίνεται στο χώμα σωριασμένο……………………»
Μπορεί αυτό που λέει ο Ορέστης για τις πλούσιες θυσίες που αφιέρωνε ο πατέρας του στο Δία ή ακόμα  αν χαθούν τα παιδιά του Αγαμέμνονα ποιος θα φροντίζει τους ναούς κ.ο.κ. σε μας να μοιάζει σαν συνδιαλλαγή όμως την  εποχή εκείνη δεν ήταν συνδιαλλαγή. Ήταν μια συνηθισμένη έκφραση. Στα Ομηρικά έπη υπάρχουν πολλές τέτοιες εκφράσεις..
Η παρέμβαση του χορού σταματάει το διάλογο των αδερφιών. «Παιδιά μου, της πατρικής εστίας σωτήρες,/ σωπάστε, μήπως και σας ακούσει ,παιδιά μου//καμιά γλώσσα κακιά και το προφτάσει   / στους άρχοντες, πού νά τους δω να λιώνουν/ωσάν την πίσσα μες στη φλόγα της πυράς.»

             ΤΟ ΣΧΕΔΙΟ ΤΟΥ  ΟΡΕΣΤΗ  ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΙΚΗΣΗ

Ο Ορέστης από την αρχή το ξεκαθαρίζει ότι έφτασε στο Άργος με εντολή του Απόλλωνα που  επίμονα τον προέτρεπε να εκδικηθεί το φόνο του πατέρα του «….με στύλωσε και βούιζε στ’ αυτιά μου  η φωνή του/πως θα θερίσουν μπόρες τα ζεστά μου σπλάχνα / αν με τον ίδιο τρόπο τους φονιάδες του πατέρα μου/ με λύσσα δεν σκοτώσω για να πληρώσουν//τη ζημιά που κάνανε στα πλούτη μου//Αλλιώς προφήτευε πως ακριβά θα το πληρώσω/ με την ψυχή μου και με πολλά  κι’ αγέλαστα  δεινά…………»  Απαριθμεί ένα μακρύ  κατάλογο δεινών που θα έπεφταν πάνω του αν έμεναν ατιμώρητοι οι φονιάδες ………..ενσωματώνει την θεϊκή εντολή με τη δική  του θέληση.     «..δε χρωστώ να δώσω πίστη σε τέτοιο χρησμό;/Κι’αν δεν πιστέψω η πράξη πρέπει να γίνε-------τοιοῖσδε χρησμοῖς   ᾆρα χρή πεποιθέναι; /κεἰ  μή πέποιθα,  τοὖργόν ἐστ’ ἐργαστέον….» Στις απειλές και εντολές του Απόλλωνα  προσθέτει και τα δικά του επιχειρήματα, το μέγα πένθος του πατέρα του, τη φτώχια που τους δέρνει και θεωρεί καθήκον του να μην  αφήσει τους τρισένδοξους  πολίτες του  Άργους που κυρίεψαν την Τροία,  να είναι σκλάβοι σε  δυό γυναίκες ( δειλό σαν γυναίκα θεωρεί και τον Αίγισθο.)
Ο Ορέστης «θέλει αυτό που πρέπει»



                                       ΚΟΜΜΟΣ

Πριν ξεκινήσει ο Ορέστης για να πράξει ‘’ αυτό που πρέπει’’, Χορός, Ηλέκτρα, Ορέστης αρχίζουν τον κομμό γύρω στον τύμβο του Αγαμέμνονα. Όπως γράφει ο ALBIN LESKY  « Σε ένα επιβλητικό λυρικό κομμάτι τα αδέρφια ενώνονται με το χορό για τον μεγαλειώδη κομμό, που αποτελεί την πιο περίτεχνη σύνθεση—όχι μόνο της αισχύλειας τραγωδίας……………  ο εκτενέστατος κομμός περιέχει το θρήνο  για το νεκρό και μια επίκληση προς αυτόν, με έντονο εξορκιστικό χαρακτήρα να έρθει βοηθός στην πραγματοποίηση της εκδίκησης………………….»
Τον κομμό  τον ξεκινάει ο χορός
« Ω μοίρες μεγάλες, να δώσει ο θεός,
στο δρόμο που πορεύεται  το δίκαιο,
εκεί να τελειώσουν τα πάντα.
«Η γλώσσα του μίσους με γλώσσα του μίσους
πληρώνεται» η Δίκη το διαλαλεί
που έμπρακτα το χρέος εξοφλάει.
«Στη φονική πληγή αντιστοιχεί τιμωρίας
πληγή φονική, όποιος πράξει θα πάθει»
ο γέροντας μύθος έτσι φωνάζει.
Με πάθος τα αδέρφια φωνάζουν τον πατέρα τους να τους βοηθήσει να εκδικηθούν το φόνο του. Χορός και Ηλέκτρα με σπαραγμό αναφέρουν τον τρόπο που φέρθηκαν οι δολοφόνοι στο θύμα τους και έτσι ερεθίζουν το πάθος του Ορέστη για εκδίκηση.
Χορός «Του λιάνισε χέρια και πόδια, μάθε το
Έτσι κομματισμένο τον παράχωσε.
Φόρτωσε στη ζωή σου
ασήκωτη ντροπή.
Άκουσε του πατέρα σου τα βάσανα.»
Η Ηλέκτρα συνεχίζει
«Λες του πατέρα μου τη μοίρα ,κι ’εγώ
παράμερα να στέκω ρημάδι, της ντροπής.
Δεμένη στη γωνιά σαν το κακό σκυλί.
Αντίς για γέλια που συχνά ξεχείλιζα
στο δάκρυ κι’ έχυνα κλάμα γοερό κρυφά.
Άκου κι ’αυτά και βαθιά στην ψυχή χάραζέ τα»
Χορός παίρνει τη σκυτάλη του σφυροκοπήματος για να οξύνουν το πάθος του Ορέστη για εκδίκηση
«Ας τρυπήσει ο λόγος τ ’αυτιά σου
και στο βυθό ας φτάσει της ήρεμης ψυχής.
Ο, τι ακούσεις, έγινε,
τ’ άλλα θα σου τα πεί το μίσος
αδάμαστην οργή ζητἀ το χρέος.
Ο  κομμός συνεχίζεται με συχνές αναφορές στους φονιάδες, με σπαραχτικό θρήνο για το χαμό του Αγαμέμνονα , με την ελπίδα ότι θα τιμωρηθούν οι φονιάδες του Αγαμέμνονα. «….είναι νόμος,»λέει ο χορός «σταγόνες αιμάτων
χυμένες στη γης άλλο αίμα ζητούν
ο φόνος βοά κι η Ερινύα
φέρνει και βάζει απ’ τους σφαγμένους
άλλον όλεθρο πάνω στον όλεθρο.»
Τελικά τελειώνει ο κομμός με το λόγο του χορού
«Μακρύς ο θρήνος κι’ άψογος,
τιμή στου τάφου την αθρήνητη  μοίρα.
Αφου λοιπόν γεννήθηκε στο νού σου η πράξη,
τώρα δοκίμασε την τύχη σου στα έργα—τά δ’ ἄλλ’ ἐπειδή δρᾶν κατώρθωσαι φρενί
                                                          ἔρδεις ἄν  ἤδη δαίμονος πειρώμενος»
Κατά τον LESKY στον κομμό ο Ορέστης μεταμορφώνεται από όργανο του θεού  σε άνθρωπο ολοκληρωμένο και υπεύθυνο για την πράξη του




                             ΣΧΕΔΙΟ ΕΚΤΕΛΕΣΗΣ ΤΗΣ ΕΚΔΙΚΗΣΗΣ
Όταν τελειώσει ο κομμός μπαίνουμε στη φάση της δράσης. Έτοιμος ο Ορέστης για τη δράση θα εξηγήσει το σχέδιο που έχει ετοιμάσει  που θα τον φέρει νικηφόρα στο σκαλοπάτι της εκδίκησης για το φόνο του πατέρα του. Πρώτα όμως θέλει να μάθει ποιο είναι το όνειρο που τάραξε τόσο πολύ την Κλυταιμνήστρα . Της φάνηκε , εξηγεί η κορυφαία, πως γέννησε ένα φίδι, το τύλιξε στα σπάργανα σαν βρέφος ,του πρόσφερε το μαστό της και το θήλασε γάλα με αίμα.
Ο Ορέστης, συνταιριάζοντας το όνειρο με τον εαυτό του, που από την ίδια μάννα γεννήθηκε και θήλασε όπως το φίδι, συγκλονισμένος προσθέτει ότι  ‘’αυτός θα γίνει το φίδι που θα την φάει.’’ Σε συνέχεια με έξαψη εξηγεί πως θα ενεργήσουν ώστε να μπούν με δόλο στο παλάτι και επαναλαμβάνει ‘’όπως με δόλο σκότωσαν τον τίμιον άντρα/με δόλο θα πιαστούν και με τον ίδιο βρόχο/θα πεθάνουν καθώς το μήνυσε ο Λοξίας, ο άναξ Απόλλων, αλάθευτος μάντης ως τώρα» Η συχνή  αναφορά στη βοήθεια του θεού Απόλλωνα  τον εμψυχώνει και ποιο αποφασιστικά προχωράει στην εκτέλεση του σχεδίου της εκδίκησης
Στην ερώτηση της κορυφαίας ποιο είναι το σχέδιο και να τους πει τι πρέπει ο καθένας να πράξει, ο Ορέστης ,σαν τον στρατιώτη που είναι έτοιμος να ριχτεί στη μάχη ,με έξαψη τους ανακοινώνει, ότι  ο χορός θα πρέπει να κρατεί τη γλώσσα του, να μιλάνε όταν θα πρέπει και τις προθέσεις του να κρύψουν. Η Ηλέκτρα να πάει στο σπίτι και να προσέχει. Αυτός μαζί με τον Πυλάδη φορώντας ρούχα που να μοιάζουν ταξιδιώτες ικέτες και μιλώντας τη γλώσσα της Φωκίδας  θα φτάσουν στη πύλη του ανακτόρου και μόλις μπούνε μέσα και βρουν τον Αίγισθο να κάθεται στο θρόνο του πατέρα του, θα τον ξαπλώσει νεκρό. Με το ‘’….κι η Ερινύς που δεν χορταίνει φόνους / Τρίτη φορά θα πιεί νωπό το αίμα…….’’ Τι υπονοεί με το ‘’τρίτη φορά’’; Θα έχουν ήδη σκοτώσει πρώτα την Κλυταιμνήστρα; Δεν φαίνεται αληθοφανές
Για το θέμα της θέσης της αισχύλειας Ηλέκτρας, ο ποιητής από την αρχή παρουσιάζει μια δειλή και άπειρη τρυφερή  Ηλέκτρα τη χρειαζότανε  και για να γίνει γνωστός ο ερχομός του Ορέστη,  να εμπιστευθεί το χορό , ώστε άνετα ο Ορέστης να εκθέσει και το σχέδιο της εξώντοσης των φονιάδων. Αφού έγιναν όλα αυτά, η Ηλέκτρα δεν έχει πια άλλο ρόλο , κλείνεται στο σπίτι.  
Αφού τελειώσει όλη η ψυχολογική προετοιμασία για την εκτέλεση της εκδίκησης ,ο Ορέστης με τον Πυλάδη φεύγουν κατευθυνόμενοι προς το παλάτι για να ‘’κάνουν πράξη την εντολή ‘’του Απόλλωνα και την βούληση του Ορέστη, για την εκδίκηση του φόνου του πατέρα του.


                                                   ΧΟΡΙΚΟ
Ο χορός επηρεασμένος από τις ανθρώπινες συμπεριφορές που γενικά συμβαίνουν στη ζωή και ειδικότερα σ’ αυτή την τραγωδία, αρχίζει να απαριθμεί  περιπτώσεις γυναικών, από την μυθική παράδοση, που προκάλεσαν τον αφανισμό του άντρα.  Όλα τα αισχυλικά χορικά είναι απαράμιλλης ομορφιάς λυρικής ποίησης.  Εκφράζουν όμως  αρκετές φορές , θα λέγαμε, και τις απόψεις του ποιητή. Ειδικά για το ρόλο του χορού αυτης της τραγωδίας έχει ήδη γραφτεί στην αρχή αυτου του κειμένου.

«Η γη τρέφει πολλά κι’ ανήμερα
τρομάρας σκιάχτρα,

στις αγκαλιά της θάλασσας     
πικνά-πυκνά φυτρώνουν ανθρωπομίσητα θεριά.
Σαν τα βλαστάρια κρέμονται
μετέωρες φωτιές απ τα ουράνια
κι’ έχουν να πούν τα πετεινά,
όσα χαμομετούν κι’  όσα ζυγιάζονται,
την οργή των φριχτών καταιγίδων

Μα ποιός μπορεί να πεί
των αντρών την αποκοτιά την ανίερη,
των παθιασμένων γυναικών
τους κολασμένους έρωτες
και τα πάθη που στοιχειώνουν τα σπίτια;
Ο θηλυκός ο πόθος αχαλίνωτος
ανθρώπους και θεριά ποδοπατεί
και τα κρεβάτια των αντρόγυνων σκορπίζει

Αν δεν πήρε ο νούς σου αγέρα
θυμήσου και την παιδοκτόνα
την κόρη του Θεστίου, την πανάθλια
έριξε στη φωτιά κι’έκανε στάχτη
τον πορφυρό δαυλό, του γιού το συνομήλικο
κλεψύδρα της ζωής του,
απ’τη στιγμή που από τη μάνα του ξεκόρμισε,
είδε το φως του ήλιου και τιτίβισε
ως την ημέρα που τον έκρουσε η μοίρα.

Έχουν να ιστορούν με φρίκη
τη φόνισσα την κόρη
που ξέκανε τον ακριβό πατέρα της
για χάρη των εχτρών του,
όταν χρυσά βραχιόλια της φαντάξανε
τα Κρητικά χαρίσματα του Μίνωα.
Την τρίχα την αθάνατη
έκλεψεν  απ ’τον Νίσσο, η σκυλόψυχη,
καθώς αμέριμνος βυθίστηκε στον ύπνο
έτσι τον πήρε ο Ερμής στο θάνατο.

Αναθυμήθηκα τ’ αγέλαστα δεινά
και πήγε ο νούς μου στ ’απαίσιο,
το ξορκισμένο το ζευγάρωμα του παλατιού,
στης γυναικός το δόλο
για τον αρματωμένο σύζυγο,
τον άντρα που τον σέβονταν ο εχθρός του
τώρα τιμώ σβηστή του σπιτιού την εστία
και μιας γυναικός τη δειλήν εξουσία.

Λεν οι γερόντοι και  για της Λήμνου τη φρίκη
φτύνει στον κόρφο του ο λαός και τη  ξορκίζει
την πάσα συμφορά τη λεν κακό της Λήμνου,
οι θεομίσητες ντροπές εκείνης της γενιάς
βουλιάξαν στων θνητών τη καταφρόνια.
Ποιος σέβεται ότι μισεί θεός;
Και ποιος δε δυσφορεί με τα κατάστιχα της φρίκης;

Το μυτερό πικρό σπαθί
περνά και σκίζει τα πλευρά,
καθώς ορίζει η Δίκη
ανόσια τη λάκτισαν
το σέβας του Διός εχλεύασαν
κι’ ανίερα το πάτησαν.



Η Δίκη ριζώνει στη γη σαν αμόνι
κι’ η  μοίρα σπαθί σφυρηλατεί
ήρθε καιρός να ξεπλύνει
το ρύπο των αρχαίων αιμάτων,
ένα παιδί , που στο σπίτι θα μπάσει
αβυσσαλέος νους ξακουστής Ερινύας
Τέκνον δ’ ἐπισφέρει δόμοις
αἰμάτων παλαιτέρων
τίνειν μύσος χρόνων κλυτά
βυσσόφρων Ερινύς»
Ο χορός με αγωνία περιμένει ν’   ακούσει πως τέλειωσε  την πράξη ο νεαρός απόγονος του γένους των Πελοπιδών. Ο Ορέστης από τη μοίρα ταγμένος και από δική του θέληση θα δώσει τέλος στις ανομίες του γένους

.
                                  Η  ΕΚΤΕΛΕΣΗ
Ο Ορέστης με τον Πυλάδη, μεταμφιεσμένοι σε ταξιδιώτες ικέτες κουκουλωμένοι με κάπες  χτυπάν στη πύλη των ανακτόρων. Θα πρέπει να τονισθεί ιδιαίτερα ότι όλη αυτή η σκηνή μέχρι τη στιγμή που Ορέστης και Πυλάδης μπουν στο παλάτι ,τίποτα απ’ όσα λεν τα πρόσωπα που συναντιούνται δεν  εκφράζουν τις πραγματικές τους σκέψεις και προθέσεις, και έτσι ο λόγος τους είναι υποκριτικός και ερευνητικός 
 Με ιδιαίτερη δεξιοτεχνία ο ποιητής παρουσιάζει αυτή τη  σκηνή όπου τα πάντα λέγονται και  υπονοούνται. Με το χτύπημά  στην πύλη του παλατιού και τις φωνές του Ορέστη, εμφανίζεται ο Οικέτης  απορώντας τι θέλουν οι ξένοι. Αμέσως χωρίς χρονοτριβή ο Ορέστης του λέει ότι είναι  οδοιπόροι και  είναι ανάγκη, αμέσως, να μιλήσουν με κάποιον του παλατιού και θα  προτιμούσαν όμως να είναι άντρας  «……….Μπερδεύεται κανείς από ντροπή μιλώντας/με γυναίκες, άντρας στον άντρα με θάρρος /μιλεί  και καθαρά τη σκέψη ξετυλίγει»
Πριν καλά καλά του απαντήσει ο Οικέτης, παρουσιάζεται η Κλυταιμνήστρα, που, φαίνεται πως άκουσε τις φωνές και παρουσιάστηκε. Παρατηρεί αυτούς του δυό ξένους , ερευνητικά  και μιλώντας αργά αρχίζει το λόγο της «Πέστε μας, ξένοι, τι χρεία σας έφερε σε μας/έχει το σπίτι αυτό ότι στο κύρος του ταιριάζει/ζεστό λουτρό και στρώμα που την κούραση/ανακουφίζει κι’ άγρυπνο μάτι θαλπωρής……../Αν όμως άλλο πράγμα συμβαίνει σοβαρότερο,/είναι δουλειά του αντρός και του μηνάω» Χωρίς να τους αφήσει λεπτό από την άγρυπνη ματιά της ,περιμένει την απάντηση των ξένων.
Ο Ορέστης δεν απαντάει αμέσως ίσως κάποιος δισταγμός που βλέπει τη μάνα που τον γέννησε, να τον κρατάει για λίγο σιωπηλό, όμως αμέσως συνέρχεται γιατί ‘’θέλει’’ και ‘’πρέπει’’ να εκδικηθεί το φόνο του πατέρα του. Αρχίζει να λέει το ‘’παραμύθι’’. Στο δρόμο για το Άργος  τον συνάντησε ένας γέρος , Στρόφιος τ ’όνομά του και του είπε «…………μια και τραβάς για τ’ Άργος ,ξένε, /θυμήσου να πείς στου γονιούς του Ορέστη/ πως πέθανε μη το ξεχάσεις /Κι  είτε το επιθυμούν να στείλουν να τον πάρουν/ είτε στα ξένα θα θαφτεί για πάντα ξένος γυρίζοντας μας λες το θέλημά τους./ Τώρα στα σπλάχνα μιας υδρίας χάλκινης /η στάχτη του κοιμάται, που τη θρηνήσαμε πολύ»   Τόσα άκουσα και τόσα λέω, αν τώρα τα είπα/ σε δικούς και συγγενείς   δεν ξέρω./Θαρρώ  πως πρέπει να το μάθει κι΄ ο γονιός του»
Η  σκηνή είναι έντονα δραματική . Η Κλυταιμνήστρα, σίγουρα, πολλές φορές, θα είχε  ευχηθεί ,να μην ζούσε  ο Ορέστης, στο άκουσμα τώρα του θανάτου του, ειλικρινά, την κάνει να ξεσπάσει ,σε θρήνο λέγοντας
«Ώχου μου  μιλούσες και μας ρήμαξες συθέμελα/Αδάμαστη  tων παλατιών  αυτών Αρά Κατάρα / πόσο βαθιά τρυπάς  με τη ματιά σου και ρίχνεις βέλος/  εύστοχο μακρινό κι ’ασφαλισμένο /της έρμης μου ξερίζωσες τα σπλάχνα. / Και τώρα ο  φρόνιμος  Ορέστης που δεν μαγάρισε/ ποτέ το πόδι του μέσα άθλια λάσπη,/μοναδικός γιατρός κι ’ελπίδα/σ’ αυτό το σπίτι που μανιάζει, έσβησε, πάει.»
Εχει γίνει και γίνεται πολύς λόγος από τους ερμηνευτές του Αισχύλου , αν είναι ειλικρινής ,η Κλυταιμνήστρα όταν μιλάει έτσι για τον Ορέστη. Έχω ερμηνεύσει σκηνικά το ρόλο της Κλυταιμνήστρας σ΄αυτή την τραγωδία και σ’ αυτή τη σκηνή πραγματικά πόνεσα για το θάνατο του Ορέστη. Σαν να ξύπνησε μέσα μου ‘’το μητρικό ένστικτο’’.   Ο Ορέστης που δεν περίμενε τέτοια αντίδραση  ,αμέσως παραξανεμένος της απαντάει , ότι θάθελε να είχε ευχάριστα πράγματα να πεί σε ανθρώπους που τόσο φιλόξενα τους δέχτηκαν.
Ο λόγος του Ορέστη  δεν αργεί να την επαναφέρει στην πραγματικότητα και  αμέσως δίνει διαταγή να καλοδεχτούν τους ξένους , και όσο για την είδηση « ………κανένας άλλος θα μας έφερνε την είδηση…»  Χωρίς  ποια   θλίψη για το ‘’χαμό ‘’ του Ορέστη  τελειώνει το λόγο της
‘’………………….Εγώ την είδηση θα φέρω στον κύριο του σπιτιού/ και μια που δεν μας έλειψαν ποτέ οι φίλοι/ γι’ αυτές τις συμφορές μας θα σκεφτούμε.» Ο εκδικητής βρίσκεται στο παλάτι περιμένοντας τον σφετεριστή του θρόνου του Αγαμέμνονα. Χωρίς να ξέρει η κραταιά Κλυταιμνήστρα μπάζει στο παλάτι τον ‘’φονιά’’ της .
                                                  

                           Η  ΑΓΩΝΙΑ  ΤΟΥ ΧΟΡΟΥ

Ω ψυχοκόρες των παλατιών,
πότε θα πουν τα χείλη μας
το ξόρκι της ευχής για τον Ορέστη;
Σεβάσμια γη και χώμα σεβαστό του τάφου
τύμβε, που σκεπάζεις το σώμα
του βασιλιά και ναυάρχου,
άκουσε τώρα, βοήθησε τώρα.
Τώρα σαν ώριμος καρπός
θα πέσουν κάτω η δολερή Πειθώ
κι’ ο καταχθόνιος Ερμής ο θεοσκότεινος
να εποπτεύσουν τη σφαγή
με τ ’άγρια κι ’αλύπητα μαχαίρια.


ΤΡΟΦΟΣ   ΧΟΡΟΣ

Στην ποιο κρίσιμη στιγμή της τραγωδίας ο ποιητής μας μεταφέρει σε μια ατμόσφαιρα καθημερινότητας  με την παρουσία της τροφού του Ορέστη. Περίπου μια ανάλογη σκηνή είχαμε και στον ‘’ΑΓΑΜΕΜΝΟΝΑ’’ . Τη σκηνή με τον Κήρυκα, με τη διαφορά ότι ο κήρυκας δεν έχει καμιά ιδιαίτερη σχέση με τα άλλα πρόσωπα της τραγωδία , ενώ στις ‘’Χοηφόρους’’ η τροφός είναι του Ορέστη και θα συμβάλει δραστικά στην εξέλιξη  του δράματος. Μπαίνει στη  σκηνή κλαίγοντας η τροφός του Ορέστη και αμέσως λέει στο χορό ότι την πρόσταξε η αφέντρα να πάει να ειδοποιήσει τον Αίγισθο για το μαντάτο που έφεραν οι ξένοι. Μπροστά στου δούλους καθόταν σκυθρωπή αλλά τα μάτια της κρυφογελούσαν..  «………..Ως τώρα τέτοια συμφορά δεν έχω δοκιμάσει/ Τ’  άλλα δεινά καρτερικά τα βάσταγα/ Μα το καμάρι , τον Ορέστη μου, την έγνοια της  ψυχής μου/που απ’τη μάνας του την κοιλιά τον πήρα και τον έθρεψα, να κλαίει κι’ ορθή να ξενυχτάω βηματίζοντας………….Δε νοιώθει το μωρό, σαν το ζωάκι να το ταϊζεις……….φωνή δεν έχει να σου πεί μέσα απ’ τις πάνες/πότε πεινά, πότε διψά και πότε βράχηκε. / Μόνο στομάχι και νεφρά έχουν τα βρέφη. /Κοίταγα να προλάβω μα με ξεγέλαγε συχνά / κι’ έπρεπε τότε τις φασκιές να πλένω……………………………………….»
Τελειώνει ο χείμαρρος της τρυφερότητας της τροφού «……..Τώρα μαθαίνω η άμοιρη πως πέθανε. /Τον άντρα πάω να βρώ που ρήμαξε το σπίτι/ και σαν ακούσει τα μαντάτα θα χαρεί»
Η κορυφαία τη ρωτάει πως παραγγέλνει η Κλυταιμνήστρα να πάει ο Αίγισθος στο παλάτι. Η τροφός ,επαναλαμβάνει τη διαταγή ‘’ Είπε ναρθεί με τη φρουρά του κι’    άρματα’’.
Εύκολα η κορυφαία πείθει την τροφό να του πεί ‘’ νά  ‘ρθεί μοναχός του, χαρούμενα, / κι ’όσο μπορεί πιο γρήγορα. Δεν είναι φόβος, πες, κάτι θ ἀκούσει μόνο’’.  
Η διαταγή της Κλυταιμνήστρας δεν είναι δείγμα ότι τους καλοσώρισε μεν τους ξένους που φέρανε το μαντάτο του θανάτου του Ορέστη , όμως  η διαταγή προς τον Αίγισθο ναρθεί με τη φρουρά αρματωμένος δεν δείχνει ότι δεν έχει αποβάλει την ανασφάλεια που ένοιωθε σ΄ όλη της τη ζωή;
Η Τροφός βεβαιώνει ότι θα μεταφέρει στον Αίγισθο αυτό που της είπε η κορυφαία και φέυγει.  
Η επέμβαση του χορού είναι καταλυτική.


                               ΧΟΡΙΚΟ
ΑΓΩΝΙΑ, ΠΡΟΣΜΟΝΗ. ΙΚΕΣΙΕΣ


Αγωνία, προσμονή. Ο Ορέστης με τον Πυλάδη είναι μέσα στο παλάτι, με αγωνία περιμένουν να έρθει ο ‘’ξαρμάτωτος’’  Αίγισθος. ΄Έφτασε η μοιραία στιγμή που  θα σημάνει τη νίκη ή την καταστροφή του νεαρού γόνου του γένους των Ατρειδών.
Ο Χορός με αγωνία απευθύνεται στον Δία  και  ικετεύει ν’ αποδώσει Δικαιοσύνη, να βάλλει μπρος στους εχθρούς του, νικητή τον Ορέστη……Ικετεύει τους ομόγνωμους θεούς να ξεπλύνουν το αίμα το παλιό με νωπή εκδίκηση……….ώσπου να πάψει να γεννοβολά ο γέροντας φονιάς σ’ αυτό το σπίτι……………………..»
Απευθύνονται και προς τον απάντα Ορέστη
«…….Κάμε καρδιά, όταν σημάνει ώρα της πράξης
κι’ όταν ακούσεις να ψιθυρίζει
«παιδί μου,» «για τον πατέρα μου» να πείς
και να τελέσεις την άμεμπτη τιμωρία.
Με του Περσέα τη καρδιά στα στήθη
εκτελώντας ρο χρέος για τους νεκρούς
και τους αγαπημένους ζωντανούς
την ολέθρια Γοργώ των σπιτιών σου
πνίξε μέσα στο αίμα της εκδίκησης
και σώριασε νεκρό μόλις τον αντικρίσεις.


                             ΑΙΓΙΣΘΟΣ     ΧΟΡΟΣ
Όταν τελειώσει το χορικό έρχεται ο Αίγισθος. Δεν θριαμβολογεί. Είναι ειλικρινής ότα λέει για ‘’ τη ‘’δυσάρεστη’’ είδηση θανάτου του Ορέστη;  Και ακόμα τι θέλει να πεί με το  ‘’πως να βαστάξει  το σπίτι τόσο βάρος αιμάτων; Το αίμα το παλιό / κακοφορμίζει στην πληγή και μας δαγκώνει’’ Επιφυλακτικός  για τα λόγια  που τα γεννούν οι φόβοι γυναικών και ρωτάει το χορό αν ξέρουν κάτι. Ο χορός απαντάει ότι κάτι άκουσε, αλλά σύρε μέσα να ρωτήσεις τους ξένους.  Ο  Αίγισθος μπαίνει στο παλάτι για να εξετάσει ο ίδιος το μηνυτή.


                                               ΧΟΡΙΚΟ


Στο ίδιο παλάτι που η Κλυταιμνήστρα σκότωσε τον Αγαμέμνονα, στο ίδιο παλάτι θα παιχτεί και η τελευταία σκηνή του Δράματος. Ο  Χορός με κομμένη την ανάσα από την αγωνία απευθύνεται στον Δία.
Δία, Δία, τι να πω, πούθε ν’ αρχίσω
τις ευχές και να προσπέσω;
τι λόγια να ταιριάξω
για να χορτάσω ότι ποθώ;
Ζυγώνουν τώρα μιαρές αιματωμένες
κόψεις σπαθιών ανδροφόνων
και είτε τα σπίτι του Αγαμέμνονος
θα σωριαστεί στο χώμα μια για πάντα
είτε φωτιά θα φουντώσει και φως λευτεριάς
θα κερδίσει ξανά την εξουσία της  πόλης
και του πατέρα του το μέγα πλούτος.
Γενναίος ο Ορέστης  και μονάχος στην παλαίστρα
με δυό αντιπάλους θα συμπλακεί,
κι ’άμποτε να νικήσει.»


                    ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ, ΟΡΕΣΤΗΣ, ΠΥΛΑΔΗΣ  ΧΟΡΟΣ
Όταν τελειώσει το χορικό .επικρατεί αγωνιώδης σιωπή. Σε λίγο  ακούγονται οι  θανατικοί βρυχηθμοί του Αίγισθου. Δεν μας θυμίζουν τους επιθανάτιους βρυχηθμούς του Αγαμέμνονα;
  Ξαφνικά ορμάει έξω από το παλάτι ο Οικέτης φωνάζοντας «  Ανάθεμα την ώρα, ανάθεμα. Αποτελειώνουν / τον άρχοντα, ανάθεμα. Τρίτη φορά φωνάζω. / Αίγισθος δεν υπάρχει πια  Ανοίξτε γρήγορα, /τραβήξτε τις αμπάρες στη θύρα του γυναικωνίτη./Εδώ χρειάζεται ένας άντρας δυνατός /όχι να βοηθήσει τον σκοτωμένο. Ξένοιασε αυτός /  Του κάκου κράζω σε κουφούς και κοιμισμένους / δίχως διάφορο φωνάζω. Μα πούναι η Κλυταιμνήστρα; / Τι κάνει ;Είναι με το λεπίδι τώρα στο λαιμό / και δίκαια θα πέσει το λεπίδι να τον κόψει» ‘’Το δίκαια θα πέσει να τον κόψει’’  Η λέξη ‘’δίκαια’’ δείχνει τα αισθήματα του Οικέτη προς τον Αίγισθο;
Στις φωνές του Οικέτη βγαίνει αλαφιασμένη η Κλυταιμνήστρα και ο Οικέτης κραυγάζει «Λέω πως σκότωσαν τον ζωντανόν οι πεθαμένοι»
Αμέσως,  η Κλυταιμνήστρα καταλαβαίνει τι συμβαίνει και με τρόμο ψιθυρίζει  «…με δόλο σκοτώσαμε με δόλο θα χαθούμε», αλλά, σαν έτοιμη από καιρό  να  δώσει μάχη για τη ζωή της, έξαλα και αποφασιστικά κράζει  «Ας δώσει κάποιος γρήγορα το φονικό τσεκούρι/να δούμε ποιος θα νικηθεί , ποιος θα νικήσει. /Έφτασα πια στο σύνορο της συμφοράς μου» Δεν προλαβαίνει να φύγει και ορμάει  οργισμένος  ο Ορέστης κραυγάζοντας «Εσένα ψάχνω»
 και δείχνοντας το νεκρό Αίγισθο  « εκείνος ξένοιασε πιά.»  Στη θέα του νεκρού Αίγισθου, Η Κλυταιμνήστρα, κράζει σπαραχτικά :Αλιά μου. Αγάπη μου. Αίγισθε , σε κάνανε κομμάτια. H έκφραση αγάπης της Κλυταιμνήστρας προς το νεκρό Αίγισθο εξαγριώνει περισσότερο τον Ορέστη –‘’Τον αγαπάς; Στον ίδιο τάφο μαζί του θα μπείς, ούτε νεκρό δε θα τον προδώσεις’’
Και στην κορυφαία στιγμή του διαλόγου ,η Κλυταιμνήστρα προσπαθώντας ν’ αποφύγει το θάνατο, δείχνοντας το μαστό της,  του φωνάζει :Στάσου, παιδί μου, σεβάσου γιέ μου το μαστό/που ώρες πολλές σε πήρε ο ύπνο πάνω του/ κι’ άρμεγες με τα χείλη σου παχύ το γάλα.
Ο Ορέστης ταραγμένος διστάζει να προχωρήσει  «Πυλάδη τι να κάνω; Να σεβαστώ τη μάννα μου;» Ο Πυλάδης σαν να είναι η φωνή του Απόλλωνα του θυμίζει :Οι μαντείες τι θ’ αξίζουν του Λοξία πια/ οι χρησμοί της Πειθώς, η πίστη στα δεσμά των όρκων;    Για χάρη των θεών τους πάντες κάνε εχθρούς σου» Ο  Ορέστης με το λόγο του Πυλάδη συνέρχεται και  ορμάει ποιο επιθετικά εναντίον της μάνας του, αλλά όχι χωρις πόνο.  Η μάννα του τον απειλεί ‘’φυλάξου από της μάνας σου τις λυσσασμένες σκύλες’’. Και η πονεμένη απάντησή του ‘’κι’ απ ’του πατέρα μου τις σκύλες  θα ξεφύγω, αν γλυτώσεις;’’
Η  σπάνια αυτή συγκλονιστική στιχομυθία  ανάμεσα σε γιό και μάννα ,θα τελειώσει με το λόγο του Ορέστη:   Ήταν μάντης  καλός ο τρόμος των ονείρων σου/ Εκείνον που δεν έπρεπε σκότωσες,  τα ίδια πάθε» και την  οδηγεί μέσα στο παλάτι, όπου γίνεται ο φόνος.

                        ΧΟΡΟΣ
Ο χορός , σαν κάτι να προαισθάνεται, εκφράζει φόβο για το ‘’μέλλον’’ του Ορέστη, που ‘’ανέβηκε στη κορυφή τόσων αιμάτων και   ‘’εύχεται’’
«Στενάζω για τη διπλή τους συμφορά.
Ο άθλιος Ορέστης ανέβηκε στην κορυφή
τόσων αιμάτων, αυτό ζητάμε μοναχά.
Το μάτι του σπιτιού το φως του να μην χάσει
Στένω μέν οὖν καί τῶνδε συμφοράν διπλῆν
ἐπεί δέ πολλῶν  αἰμάτων έπήκρισεν
τλήμων Ὁρέστης, τοῦθ’ ὅμως αἰρούμεθα
ὀφθαλμόν οἴκων μή πανώλεθρον πεσεῖν»
Ο χορός παρατώντας τις θλιβερές σκέψεις και φόβους , χαίρεται για τα  γεγονότα που απάλλαξαν τη χώρα από τους δυό τυράννους δολοφόνους και τραγουδάει χαρμόσυνα
Ήρθεν η Δίκη στο χρόνου το πλήρωμα
στους Πριαμίδες έπεσε τιμωρία βαρειά
ήρθε και στο παλάτι του Αγαμέμνονος
διπλό λιοντάρι κι ’ο Άρης διπλός.
Ο εξόριστος με της Πυθίας το χρησμό
περπάτησε το δρόμο του ως το τέρμα
κι’ ορμή θεού σοφά τον οδηγούσε.

Αλαλάξτε χαρμόσυνα γλιτώνει
απ’ τα δεινά του αφεντός το σπίτι
το βιός του δεν ρημάζουν πια
της τύχης της κακής οι δυό μαγαρισμένοι.

…………………………………………………………
…………………………………………………………
Υμνώντας  τη Δίκη ,και εκφράζοντας την πίστη του  στων θεών την εξουσία « ……..πρέπει των ουρανών την εξουσία να τιμάμε»
« Καιρός να δούμε φως κομμάτια γίναν
οι βαριές των σπιτιών αλυσίδες.
Στυλωθείτε και πάλι δώματα
χρόνο πολύ ρημάξατε στη γη πεσμένα
Γοργά ο χρόνος όλα τα τελειώνει
των παλατιών θα δρασκελίσει το κατώφλι,
όταν το μίασμα θα τό  ‘χουμε ξορκίσει
με καθαρμούς λυτρωτικούς απ την εστία.


Θα δείς τα πάντα να κυλούν στην κοίτη
μιας τύχης αγαθής και γελαστής
όταν ξεκληριστούν οι ξένοι που πατούν το σπίτι.
…………………………………………………………………………….
Ο Αγαμέμνων και η Κλυταιμνήστρα δεν ήταν απ’ το ίδιο αίμα, η Κλυταιμνήστρα φοβάται  μόνο μην τιμωρηθεί για το έγκλημα που διέπραξε, αλλά δεν μετανιώνει.
Ο Ορέστης αν και δικαιολογημένα ,σκότωσε το ’’αίμα του, την ίδια του τη μάνα, βασανίζεται με τύψεις.
Έτσι η νικητήρια ατμόσφαιρα που έχει δημιουργήσει ο χορός για τον Θρίαμβο της Δίκης ‘’σκοτεινιάζει’’ από την εμφάνιση του πονεμένου και απολογητικού Ορέστη.. Δεν θριαμβολογεί για την πράξη του , κρατάει στα χέρια του το δίχτυ που είχαν τυλίξει τον νεκρό πατέρα του.
Προσπαθεί να δικαιολογήσει τη πράξη της μητροκτονίας, ζητάει από τον παντεπόπτη ήλιο να δείξει τα άνομα και μιαρά χέρια της μάνας του και να καταθέσει πως είχε δίκιο που τη σκότωσα. Αναρωτιέται αν η μάνα του ήταν οχιά ή σμέρνα, που δεν δαγκώνει, μα να σ’  αγγίξει μόνο, σάπισες.
Ο  Ορέστης εκδικείται για το φόνο του πατέρα του σκοτώνοντας το ίδιο του το  αίμα τη μάνα που τον γέννησε. Ο στενός δεσμός αίματος με τη σκοτωμένη τραντάζει τα σωθικά του. Απεγνωσμένα αναζητάει λόγους για να δικαιολογηθεί. Δείχνει νεκρούς του δύο τυράννους, τον Αίγισθο και τη μάννα του και απεγνωσμένα φωνάζει:
« έπραξε ή δεν έπραξε;»Με απόγνωση αναφέρεται στα πάθη των Πελοπιδών ,και τη δική του μοίρα, να σκοτώσει αυτή που τον γέννησε . Εκλιπαρεί το χορό σαν έρθει ο Μενέλαος να είναι μάρτυρες υπεράσπισής του. Ο ίδιος θα γυρίζει, ξένος,  χωρίς πατρίδα, θα είναι σαν νεκροζώντανος. Ο χορός προσπαθεί να τον ηρεμήσει λέγοντας « Έπραξες δίκαια, βάλε στο στόμα σου χαλινό,/ μην κακομελετάς, μην προκαλείς τη μοίρα. /  Λευτέρωσες την πόλη των Αργείων/   κι’ έκοψες με τη μια των δυό φιδιών την κεφαλή.»
Όμως ο Ορέστης δεν είναι σε θέση ν΄ακούσει τα παρηγορητικά λόγια του χορού. Σιγά σιγά βυθίζεται στο χάος της τρέλας , αισθάνεται να σαλεύει ο νούς του, να τον περιζώνουν
 οι Ερυνίες με πλήθος αρμαθιές φίδια στο κεφάλι ζητώντας εκδίκηση για το μητρικό αίμα που έχυσε. Ο χορός δεν είναι δυνατόν να βλέπει τα φριχτά οράματα του Ορέστη και προσπαθεί να τον ηρεμήσει .  « Υπάρχει καθαρμός, ο Φοίβος θα σ’ αγγίξει /  κι’ απ’ τις συμφορές σου αυτές θα σε λυτρώσει»
Όμως ο Ορέστης δεν είναι πια ήρεμος για να ακολουθήσει τις συμβουλές του χορού και σε έξαλλη κατάσταση φωνάζει
« Εσείς δεν τις βλέπετε, εγώ τις βλέπω /  με κυνηγούν, δε με χωράει ο τόπος μου να μείνω πια» Και φεύγει αλαφιασμένος  και πίσω του, όπως νομίζει ,τον κυνηγούν ‘’λυσσασμένες’’ σκύλες της μάνας του για να του πιούν το αίμα του.
Το  έγκλημα και η τιμωρία , σκοτώνεις και σκοτώνεσαι, έγιναν τι πρόκειται να επακολουθήσει;
Και ο χορός πια δεν θριαμβολογεί ,προβληματίζεται, σκέφτεται και αναρωτιέται πότε θα μερέψει η μανία της Άτης.

« Καλό σου κατευόδιο κι’ ο παντεπόπτης ο θεός
μακρόθυμος, καλύτερη να σου φυλάει μοίρα.
Ήταν αυτός ο χρόνος ο τρίτος
που ξέσπασεν αλύπητος
και που ξεθύμανεν απάνω στο παλάτι.
Ο πρώτος ήταν τα φρικτά
θυέστεια δείπνα.
Ο δεύτερος , του βασιλιά τα πάθη,
που χάθηκε σφαγμένος στο λουτρό,
των Αχαιών ο πολέμαρχος.
Τον τρίτο τώρα πάλι πώς να ονοματίσω,
σωτήρα της ψυχής ή θάνατο;
Που θα τελειώσει, που θα σταθεί
και πως της Άτης η μανία θα μερέψει;
Με αυτό το αμείλικτο ερωτηματικό τελειώνει το δεύτερο μέρος της τετραλογίας.
Η αρμονία του κόσμου έχει διασαλευτεί. Τι θα επακολουθήσει

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου