Δευτέρα 23 Μαρτίου 2015

ΟΡΕΣΤΕΙΑ ΤΟΥ ΑΙΣΧΥΛΟΥ

                                     ΟΡΕΣΤΕΙΑ ΤΟΥ ΑΙΣΧΥΛΟΥ

                                      αποτελείται  από τρία μέρη
                                     ΑΓΑΜΕΜΝΩΝ 
                                     ΧΟΗΦΟΡΟΙ
                                     ΕΥΜΕΝΙΔΕΣ
                                   






Η ‘’ΟΡΕΣΤΕΙΑ’’,
   παρουσιάστηκε στους δραματικούς αγώνες το 458 π.Χ. και απέσπασε το πρώτο βραβείο.
 Είναι η μοναδική τριλογία που διασώθηκε από τις τραγωδίες και των τριών τραγικών ποιητών .
Κατά τον ALBIN  LESKY     
« …Σημαντικός κρίκος με την  θεατρική  παράδοση  μπορεί να στάθηκε η ‘’ΟΡΕΣΤΕΙΑ’’ του Στησιχόρου, (Σπαρτιάτης ποιητής 632,1-555 π.Χ.) εικαστικές απεικονίσεις, κυρίως σε μηλιακά ανάγλυφα, συμπληρώνουν τη γνώση μας για όσα βρήκε ο Αισχύλος στην παράδοση. ……….Με μεγάλη ελευθερία απέναντι στην παράδοση διαμόρφωσε ο ποιητής το τρίτο έργο . Το υλικό που υπήρχε ήταν απλώς κάποιοι  αττικοί λατρευτικοί μύθοι για την καταφυγή  του Ορέστη στην Αθήνα και για μια δίκη από τους δώδεκα θεούς. Η ίδρυση του Αρείου Πάγου με πρωτοβουλία της Αθηνάς και η σύνδεση αυτού του δικαστηρίου με τη λύση της Κατάρας, ανήκουν στον Αισχύλο, καθώς και η ιδεολογική διαμόρφωση του μύθου με βάση την παραπέρα από κάθε παράδοση προχωρημένη θρησκευτική αντίληψη του ποιητή για τον Δία……..Μτφ. Νίκος Χουρμουζιάδης)
Ο  ποιητής, από θεατρικής τεχνικής χρησιμοποίησε και τρίτο υποκριτή. που είχε εφεύρει ο Σοφοκλής 
                        ………………………………………………………………….

                                  
                           ΜΥΘΙΚΉ ΚΑΤΑΓΩΓΗ ΤΩΝ ΠΡΟΣΏΠΩΝ της ΤΡΙΛΟΓΙΑΣ

                      ΜΑΤΩΜΕΝΟΣ ΟΙΚΟΣ ΤΩΝ ΤΑΝΤΑΛΙΔΩΝ
Ο Τάνταλος βασιλιάς της Λυδίας και της Παφλαγονίας ήταν γιός του Δία και της Πλουτώς, κόρης του Κρόνου. Ο Τάνταλος ήταν παρακείμενος των Ολυμπίων θεών. Θέλοντας να δοκιμάσει την παντογνωσία τους, σκοτώνει το γιό του τον Πέλοπα ,τον μαγειρεύει και τον προσφέρει δείπνο στους θεούς.   Είχε δε φανερώσει μυστικά των θεών που τα είχε μάθει, όταν ήταν ομοτράπεζός τους. Ο  Δίας διατάζει να μαζέψουν τα μέλη του Πέλοπα και να τον ξαναφέρνουν στη ζωή. Τον Τάνταλο, κατά μία εκδοχή ,τον βύθισαν σε μια λίμνη , από όπου  δεν μπορούσε να φτάσει τα οπορωφόρα δέντρα, κατά μια άλλη , ότι του κρέμασαν ένα βράχο στο κεφάλι του που προσπαθούσε να τον κρατήσει και που του βασάνιζε αιώνια την ψυχή του.
Όταν μεγάλωσε ο Πέλοπας πήρε μέρος σε αρματοδρομίες με αντίπαλο τον Οινόμαο. Ο Πέλοπας πείθει τον ηνίοχο του Οινόμαου, τον Μυρτίλο, να  τον βοηθήσει να νικήσει τον Οινόμαο,  και για αντάλλαγμα ,   να  του δώσει το μισό βασίλειο του. Στην αρματοδρομία ,ο Οινόμαος μπλέχτηκε στα χαλινάρια και σκοτώθηκε. Ο Πέλοπας  παντρεύτηκε την κόρη του Οινόμαου, Ιπποδάμεια, σκοτώνει και τον Μυρτίλο, που  αποπειράθηκε να βιάσει την Ιπποδάμεια ,και τον ρίχνει στη  θάλασσα(Μυρτώο πέλαγος). Τελικά, ο Πέλοπας, έγινε κυρίαρχος  όλης της χώρας ,κάτω από τον Ισθμό, και την ονόμασε Πελοπόννησο.
Γιοί του Πέλοπα και της Ιπποδάμειας ήταν ο Ατρέας, Θυέστης, Πιτθέας, Αλκάθοο, Πλεισθένης, Ιππίταλκμος, και κόρες Νικίππη και Λυσιδίκη..
Μετά το θάνατο του Πέλοπα ,ο Ατρέας και ο Θυέστης συγκρούστηκαν για τη διαδοχή του θρόνου Τον θρόνο τον κερδίζει ο Ατρέας,  προσκαλεί σε δείπνο τον αδερφό του, τον Θυέστη, και του προσφέρει δείπνο (κατά την οικογενειακή παράδοση) δυό σφαγμένους γιούς του  ’’τα φρικτά Θυέστεια δείπνα’’Από τη σφαγή γλύτωσε ο τρίτος γιός του Θυέστη, ο Αίγισθος.
Μετά το θάνατο του Ατρέα, ο ένας του  γιός ο Αγαμέμνων,γίνεται βασιλιάς του Άργους και ο Μενέλαος, βασιλιάς της Σπάρτης. Παντρεύονται την Κλυταιμνήστρα ο Αγαμέμνων και την Ελένη ο Μενέλαος, κόρες και οι δυό του Τυνδάρεω.
Κατά μία εκδοχή, αυτό αναφέρεται για τη μυθική καταγωγή των προσώπων της ΟΡΕΣΤΕΙΑΣ.
Μπορεί τα πρόσωπα να προέρχονται από μυθικό κύκλο, αλλά ο ποιητής τα συνδέει με χαρακτηριστικά της εποχής του. Με τα προβλήματα που απασχολούν τον άνθρωπο του 5ου αιώνα 
          …………………………………………………………………..

Υλικό της παράδοσης που αφορά το ‘’ΜΑΤΩΜΕΝΟ ΟΙΚΟ  ΤΩΝ ΤΑΝΤΑΛΙΔΩΝ’’ χρησιμοποίησαν και οι άλλοι δυο τραγικοί ποιητές ,ο Σοφοκλής ‘’Ηλέκτρα’’ και ο Ευριπίδης, ‘’Ιφιγένεια η εν Αυλίδι’’, ‘’Ηλέκτρα’’, ‘’Ορέστης’’., ‘’Ιφιγένεια η εν Ταύροις’’  ‘’ Ελένη’’ .  αναφέρονται σε γεγονότα που επακολούθησαν του Τρωϊκού πολέμου  , της θυσίας της Ιφιγένειας,  και του φόνου του Αγαμέμνονα..
                          ……………………………………………………..

                                       ΓΕΓΟΝΟΤΑ ΠΡΙΝ ΑΠΟ ΤΟΝ ΤΡΩΙΚΟ ΠΟΛΕΜΟ

(Γεγονότα που προηγήθηκαν του Τρωϊκού πολέμου: Ο Πάρης, γιός της Εκάβης και του Πριάμου, βασιλιά της Τροίας, φιλοξενούμενος στο παλάτι του Μενελάου, βασιλιά της Σπάρτης, ‘’αρπάζει’ ’τη γυναίκα   του Μενελάου, την Ελένη, και την φέρνει στην Τροία. Οι Έλληνες ,θεώρησαν ‘’εθνική προσβολή’’ την ΄΄αρπαγή  και αποφασίζουν  να εκστρατεύσουν εναντίον της Τροίας με αρχιστράτηγο τον βασιλιά των Μυκηνών,  Αγαμέμνονα.   Όλοι είναι συγκεντρωμένοι στην Αυλίδα, περιμένοντας, να φυσήξει ούριος άνεμος για να ξεκινήσουν. Όμως η θεά Αρτεμης, για να επιτρέψει τον άνεμο να φυσήξει, ζητάει από τον Αγαμέμνονα να θυσιάσει  στο βωμό της, την κόρη του, Ιφιγένεια. Γίνεται η θυσία και ο στόλος ξεκινάει για ‘’πόλεμο εκδικητή’’.  Δύο πρόσωπα να βαρύνονται με ΄΄ενοχές΄΄
Ο Πάρης που καταπάτησε ‘’τον ιερό νόμο της φιλοξενίας’’ και ο  Αγαμέμνων  που
τόλμησε να   θυσιάσει την κόρη του.
                                 ……………………………………….
                                   
                                    

                                      Η  ΙΔΙΑΙΤΕΡΟΤΗΤΑ  ΤΩΝ ΧΟΡΙΚΩΝ ΤΗΣ ΤΡΑΓΩΔΙΑΣ
     
Πριν ξεκινήσει η αφήγηση της τραγωδίας θα γίνει επισήμανση, για την ιδιαιτερότητα των χορικών αυτής της τραγωδίας.
Τα χορικά της τραγωδίας ‘’Αγαμέμνων’’ δεν συνδέουν μόνο το παρελθόν με τον παρόντα χρόνο, αλλά προχωρούν σε σκέψεις που δεν αφορούν μόνο τη δράση των συγκεκριμένων προσώπων της τραγωδίας, αλλά γενικότερα, τους ανθρώπους και τη σχέση τους  με τον Δία-Δικαιοσύνη. Μπορεί κανένας ν’ ανιχνεύσει την άποψη του ποιητή, ότι ο Δίας-Δικαιοσύνη, διακριτικά σπρώχνει τον άνθρωπο ν’ αποφασίζει τελικά ο ίδιος για τη δράση του και να είναι αυτός ,ο μόνος υπεύθυνος για τις πράξεις του ‘’θέλει και πράττει’’. Μας προβληματίζει επίσης ο χορός που περνάει σε γενικότερες σκέψεις, εκφράζει με το λόγο του, αξεπέραστες αλήθειες που έχουν σχέση με τη μοίρα των θνητών και που παρουσιάζονται με κάποια αυτοτέλεια Μέσα από το λόγο του χορού επίσης αποκαλύπτεται  η  εσωτερική λειτουργία συναισθημάτων σκέψεων των προσώπων του έργου και γνώμες του χορού για τα πρόσωπα που ‘’δρούν’’ στην τραγωδία.
Με άλλα λόγια ‘’τα πρόσωπα δρούν’’ τα χορικά αποκαλύπτουν, σκέφτονται, προχωράν σε συμπεράσματα πέρα απ’τα όρια της συγκεκριμένης τραγωδίας.
π.χ. .το  ‘’πάθος μάθος’’ ξεπερνά τα όρια αυτής της συγκεκριμένης τραγωδίας .
Είναι χορικά μοναδικής λαμπρότητας και μεγαλοπρέπειας
                  ………………………............................................


                                               Α Γ Α Μ Ε Μ Ν Ω Ν
                                     Μετάφραση :Κ.Χ. ΜΥΡΗΣ

ΤΑ ΠΡΟΣΩΠΑ ΤΗΣ ΤΡΑΓΩΔΙΑΣ
ΦΥΛΑΚΑΣ
ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ
ΚΗΡΥΚΑΣ
ΑΓΑΜΕΜΝΩΝ
ΚΑΣΣΑΝΔΡΑ
ΑΙΓΙΣΘΟΣ
ΧΟΡΟΣ ΑΡΓΕΙΩΝ ΓΕΡΌΝΤΩΝ


Η δράση εξελίσσεται μπροστά στ’ ανάκτορα του βασιλιά Αγαμέμνονα.
Ο Αγαμέμνων πριν φύγει για τον πόλεμο, υποσχέθηκε, πως όταν τελειώσει νικηφόρα ο πόλεμος, θα στείλει στην Κλυταιμνήστρα από την Τροία σημάδι, ‘’λάμψη φωτιάς’’.
Η Κλυταιμνήστρα έχει βάλει στη στέγη του παλατιού ένα φύλακα για να την ειδοποιήσει όταν θα δεί τη ‘’λάμψη της φωτιάς’’
Τη τραγωδία την διαπερνά ένας αγχώδης γρήγορος ρυθμός. Το ένα χορικό μετά του άλλου, το ένα επεισόδιο μετά του άλλου, με λόγο αμφίσημο, παραπλανητικό, υπαινιχτικό, με διπλή έννοια λόγων και πράξεων, δημιουργούν ένα ξέφρενο ρυθμό τρόμου μέχρι το μοιραίο τέλος

                                 ΤΟ ΠΡΌΣΩΠΟ ΤΗΣ ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑΣ

Το πρόσωπο που κυριαρχεί στην τραγωδία είναι η Κλυταιμνήστρα. Δυναμική, που πιστεύει ότι δεν υπάρχουν όρια στην θηλυκή δραστηριότητα. Αυτή κυβερνάει το Άργος στα δέκα χρόνια του πολέμου. Με λόγο προκλητικό και αμφήσιμο κυριαρχεί στην  εξέλιξη της τραγωδίας.  Γυναίκα ή δαίμονας της εκδίκησης; ‘’Κουβαλάει’’ όλες τις αμαρτίες των εγκλημάτων γενεών;; Γυναίκα της ανατροπής; Ορμητικό στοιχείο της φύσης που όταν εκραγεί σαρώνει τα πάντα; Γυναικεία φύση που καταρρίπτει την ανδρική κυριαρχία, ανατρέπει την φαινομενική ισορροπία του κόσμου, που σπαράζεται μέσα από αντιθέσεις; Μπορεί να είναι όλ’ αυτά.
Μέσα στην τραγωδία, παρουσιάζεται, σκοτεινή ,απρόσιτη, αυταρχική όπως ταιριάζει στη γενιά της και στο αξίωμά της. Ανάμεσα σ’αυτή και στο χορό δεν υπάρχει κανένα κανάλι επικοινωνίας. Είναι μόνη, όπως είναι όλες οι μορφές που ξεπερνάν τα καθημερινά, ανθρώπινα όρια ,και παύουν να επικοινωνούν με τους άλλους ανθρώπους. Το θέμα της θυσίας της κόρης της είναι βαθειά χαραγμένο στην καρδιά της καθώς και η αγανάκτησή της γιατί κανένας από τους Αργείτες δεν αντιστάθηκε στην απόφαση του Αγαμέμνονα να θυσιάσει την Ιφιγένεια

                         ΤΟ ΠΡΌΣΩΠΟ ΤΟΥ ΑΓΑΜΕΜΝΟΝΑ
Ο  Αγαμέμνων παρουσιάζεται σε μια θα λέγαμε πολύ σύντομη σκηνή, αν  και  ο τίτλος της τραγωδίας έχει το όνομά του. Από την αρχή κουβαλάει την ενοχή της θυσίας της κόρης του. Ενοχή , που σε καμιά στιγμή της παρουσίας του δεν την αναφέρει. Ξέρω ότι υπάρχουν αναλύσεις ευνοϊκές για το πρόσωπό του. Όμως δεν θα μπορέσω να συμφωνήσω . Μάλλον θα γέρνω στην άποψη, ότι πρόκειται για ένα πρόσωπο , που πάνω απ’ όλα τον ενδιαφέρει να εξουσιάζει. Αποφασίζει μόνος του. Η θυσία της κόρης του ,αν δεν γινόταν, θα έχανε την αρχιστρατηγία του Αχαϊκού στρατού. Όπως θα παρατηρήσουμε και όταν γυρίζει ζωντανός απ’τον πόλεμο, καθόλου δεν τον απασχολεί η σφαγή της κόρης του, ούτε το ρήμαγμα μιας χώρας. Ο κόσμος γι’ αυτόν είναι η δική του προσωπικότητα που με τη βοήθεια, όπως λέει ,
των θεών, βγαίνει πάντοτε  νικητής.

                             ………………………………………………………………….            
                        
                                            
Η τραγωδία αρχίζει με την προλογική ρήση του φύλακα
                                         ΦΥΛΑΚΑΣ
Ξημερώνει.  Ακούγεται ,κουρασμένη, νυσταγμένη, παραπονεμένη,  η φωνή του φύλακα που προσπαθεί να σταθεί ξύπνιος
« Τους θεούς ικετεύω να μ’απαλλάξουν από το μόχθο   / ετούτης της φρουράς που παρατράβηξε. Κοιμάμαι/ στις στέγες επάνω των Ατρειδών, σαν το σκυλί / και γνώρισα των άστρων των νυχτερινών τις συναθροίσεις / τους φωτεινούς δυνάστες που καταυγάζουν τους ουρανούς / και φέρνουν το χειμώνα και το θέρος στους ανθρώπους, / πότε καθώς λιποθυμούν και πότε σαν προβάλλουν. / Τώρα καραδοκώ της φλόγας το σημάδι / τη λάμψη της φωτιάς, την είδηση να φέρει /  πως πάτησαν την Τροία, έτσι προστάζει ελπίδες / τρέφοντας ανδρόβουλης γυναίκας η ψυχή. /  κι όταν στο μουσκεμένο απ’τη νυχτερινή δροσιά / πλαντάζω στρώμα μου, που τα όνειρα νηστεύει, / μια κι ο φόβος τρομάζει τον ύπνο μου /  και δεν αφήνει να γλαρώσουν τα ματόφυλλα, / κι όταν πιάνω κάνα τραγούδι ή σιγανό τερέτισμα / για να γιατρέψω μουρμουρίζοντας τη νύστα, / θρηνώ και κλαίω τη συμφορά του παλατιού / που σαν τα χρόνια τα παλιά δεν κυβερνιέται. / Αν είναι τώρα τυχερό τα βάσανά μου να γλιτώσω / θε να φανεί μέσα στο σκότος η καλοσήμαδη  πυρά.»
Οι ευχές, του ταλαίπωρου φύλακα, έπιασαν και ξαφνικά, βλέπει τη λάμψη της φωτιάς να πλησιάζει τις στέγες των ανακτόρων . Έξαλλος από χαρά πηδάει από τις στέγες κράζοντας να βγεί η Κλυταιμνήστρα για να της πεί τη χαρμόσυνη  είδηση. Η Τροία πάρθηκε , ο πόλεμος τελείωσε, μαζί και τα βάσανα του φύλακα. Αλλά δεν παραλείπει να σημειώσει ότι «……μακάρι να γινόταν, σα θα γυρίσει σπίτι του  / ο αφέντης , να έσφιγγα φιλικά το χέρι του στο χέρι μου /Για τ’άλλα σιωπώ. Πατά τη γλώσσα μου μεγάλο βόδι. / Αυτό το σπίτι, αν έπαιρνε φωνή, πιο καθαρά θα μίλαγε /εγώ θαρρεύω και μιλώ σ’ αυτούς που ξέρουν//σ’ όσους δεν ξέρουν και ρωτούν φυλάγομαι»
Πριν ξεκινήσει η δράση, ο ποιητής, με τον υπαινικτικό λόγο του φύλακα,  μας εισάγει σε μια ταραγμένη ατμόσφαιρα που επικρατεί στο Άργος και που προμηνάει ότι κάτι  ‘’δυσοίωνο’’ θα επακολουθήσει, που έχει σχέση με την ‘’ανδρόβουλη’’ γυναίκα του Αγαμέμνονα. Ο  υπαινικτικός λόγος του φύλακα , είναι σαν προάγγελος της ζοφερής ατμόσφαιρας, που θα επικρατήσει σε όλη την τραγωδία μέχρι το εκρηκτικό αιματηρό τέλος του
Στην τραγωδία κυριαρχεί η δυναμική Κλυταιμνήστρα. Αυτή κυβερνάει το Άργος στη διάρκεια του δεκάχρονου Τρωϊκού πολέμου.

                                                 ΕΙΣΟΔΟΣ ΤΟΥ ΧΟΡΟΥ

                                                  ΠΑΡΟΔΟΣ

Όταν φύγει ο φύλακας έρχεται ο χορός των γερόντων-προεστών του  Άργους. Βαδίζουν αργά και με περισυλλογή.
Έχουν περάσει δέκα χρόνια από τότε που ο στρατός ξεκίνησε με αρχηγούς τον Μενέλαο και τον Αγαμέμνονα για πόλεμο ‘’εκδικητή’ εναντίον των Τρώων και δεν έχει έρθει κανένα μαντατοφόρος

ο μέγας αντίδικος,
ο βασιλιάς Μενέλαος, κι’ ο Αγαμέμνων
το ισχυρό των Ατρειδών το ζεύγος
που με το κύρος του Διός κατέχουν σκήπτρα
διπλής εξουσίας, από τη χώρα
σηκώσανε χίλια καράβια
και τ’ αρματώσανε για πόλεμον εκδικητή.
Η μνήμη των γεγονότων στο ξεκίνημα του στρατού τον γεμίζει με ανησυχία. Με πόνο
αναφέρει  τις μάχες που γίνονται στην Τροία για χάρη της ‘’πολύαντρης’ ’γυναίκας,
«……….και πριν φουντώσει το κακό τα κοντάρια συντρίβονται των Ελλήνων και των Τρώων , ίσια κι’ όμοια… .» Κλίνει αυτή την αναφορά με το στίχο
Ότι γίνεται τώρα
ας γίνεται γιατί το τέλος είναι πεπρωμένο.
ἔστι δ’ ὄπην νῦν
ἔστι,τελεῖται δ’ ἐς τό πεπρωμένων…»
Οι στοχασμοί του χορού διακόπτονται από την εμφάνιση της Κλυταιμνήστρας, που σιωπηλή ετοιμάζει τους βωμούς για θυσίες. Ο χορός προσπαθεί να καταλάβει τι  σημαίνει αυτή η κίνηση της Κλυταιμνήστρας,  όμως δεν παίρνει καμιά απάντηση. Αμίλητη η Κλυταιμνήστρα
συνεχίζει την προετοιμασία των βωμών. Με αναμμένες δάδες στα χέρια , ανάμεσα σε λάμψεις, φωτιές, και μεθυστικές μυρουδιές, να ‘’ιερουργεί’’ και αμίλητη να εξαφανίζεται.
Υπάρχει βέβαια ένα ερωτηματικό. Γιατί ο ποιητής παρουσιάζει την ‘’αμίλητη’’ Κλυταιμνήστρα; Είναι σαν προάγγελος των όσων θα συμβούν που για την Κλυταιμνήστρα θα είναι σαν ιεροτελεστία; Μήπως συμβολίζει τη θυσία της κόρης της; Αυτά ,ίσως και πολλά άλλα, μπορεί να σημαίνει η σκηνή με τη σιωπηλή Κλυταιμνήστρα , γιατί όπως ξέρουμε , σύμφωνα με τον Αισχύλο τα πράγματα έχουν σχεδόν πάντα ‘’διπλή όψη’’.
Όταν φύγει η Κλυταιμνήστρα , ο χορός κάτω από το βάρος της μνήμης και των δυσοίωνων προαισθήσεων ξαναγυρίζει στην εποχή του ξεκινήματος του στόλου για την εκστρατεία.
Θυμάται τα όσα, σημαδιακά γεγονότα ,έγιναν ‘’ τα όρνια που πιάσαν μια λαγουδίνα που έκανε το στερνό της δρόμο, πριν γεννήσει, και τη σπάραξαν…………και με τη προφητεία του μάντη του στρατού ό τι ο στρατός θα κουρσέψει τη χώρα του Πριάμου και με ιδιαίτερη ανησυχία προσθέτει ότι  «……………προσμένει η οργή/φοβερή να χτυπήσει στην ώρα της, οικόσιτη, πανούργα/ και μακρόθυμη , εκδίκηση του τέκνου της ζητώντας………………..»
Και κάθε τόσο ο χορός επαναλαμβάνει: κι’ ας λέμε μη χειρότερα και σε καλό να βγεί ---αἴλινον, αἴλινον εἰπέ, τό δ’ εὗ νικάτω»
Ο χορός, για να ξεφύγει απ ’τις ζοφερές αναμνήσεις του παρελθόντος κι ’από την αγωνία που του δημιουργεί η αναφορά τους,, καταφεύγει στο Δία υμνώντας την παντοδυναμία του.
«Υπάρχει θεός αιώνιος
κι’αν του αρέσει  τα’ όνομα
Δια κι΄εγώ την ονομάζω.
Ζυγιάζω με το στοχασμό
 και μόνο Δια βρίσκω
να βάλω για αντισήκωμα,
όταν οι κούφιες μέριμνες
βαραίνουν την ψυχή μου.

Αυτός που πρώτα φάνταζε τρανός
και φούσκωνε θρασύς κι  ανίκητος
θ’ αφήσει αμνημόνευτο το πέρασμά του,
αυτός που θα φυτρώσει το κατόπι του
θα’  ρθεί κι’αυτός, θα νικηθεί και θα περάσει.
Μ’ αυτός που ψάλει του Διός τον επινίκιον ύμνο
βρήκε της σύνεσης το δρόμο μια για πάντα.

Αυτός, ο Ζεύς, το δρόμο χάραξε
της φρονιμάδα μέσα από τη νομοτέλεια:
Το πάθος μάθος.
Αυτός σταλάζει στην καρδιά
πικρό στον ύπνο μας τον πόνο
Και στανικά μας  συνετίζει.
Είναι σκληρό και τέλειο το δώρημα
που στέλνουν οι θεοί
απ’ το  σεμνό τους θρόνο.
…………………»
Η παντοδυναμία του Αισχυλικού Δία που μπορεί να τον ονομάσεις ,όπως αναφέρει σε άλλο σημείο του λόγου του ο χορός ‘’……Ακούει κάποιος ύψιστος, είτε ο Απόλλων, είτε ο Παν είτε κι’ ο Ζεύς…….»
Οι ένοχοι με τις πράξεις τους  γεννάν ενόχους και τελικά επέρχεται καταστροφή. Από σκέψη σε σκέψη οδηγείται πίσω στο παρελθόν ,στη θύμηση του τραγικού γεγονότος την θυσία της Ιφιγένειας πριν ξεκινήσει ο στρατός  . Ένα αθώο θύμα για χάρη μιας μοιχαλίδας. Με τον τρόπο δε που αναφέρει τη πράξη αυτή του Αγαμέμνονα την καταδικάζει . ‘’Πράξη ενοχής’’
Αναφέρει ότι στην αρχή δίσταζε ο Αγαμέμνων να προχωρήσει σε μια τέτοια πράξη , όμως τελικά υποκύπτει λέγοντας «…………………………………..Αν όμως όλοι πεθυμούν από καρδιάς το αίμα της παρθένας να χυθεί/για να κοπάσει το ξεροβόρι /κρίμα δεν είναι και σε καλό να βγεί……..Αισχρός συγκάτοικος το πρώτο λάθος ….ξεχαλινώνει των ανθρώπων τα μυαλά/Κι’ έτσι να σφάξει τόλμησε τη θυγατέρα/συντρέχοντας τον πόλεμο για μια γυναίκα…………………….»
Η θέση του χορού είναι ξεκάθαρη.  Δεν δικαιολογεί τον πόλεμο για μια γυναίκα κι’ ακόμα περισσότερο την θυσία ενός αθώου πλάσματος γι’ αυτό τον πόλεμο.
Με συγκλονιστικό τρόπο περιγράφει τις τελευταίες στιγμές της αθώας κόρης που ως την τελευταία στιγμή εκλιπαρούσε τον πατέρα της να μην τη θυσιάσει. Όμως……    «….ο πατέρας διατάζει τους δούλους,/ μετά την ευχή σαν τραγί/σηκωτή στο βωμό να τη σύρουν/με το ζόρι, ζωσμένη στο πέπλο / με το μέτωπο σκυμμένο στο χώμα/το καλλίγραμμο στόμα να φράξουν/μη και βγάλει κατάρας φωνή για το σπίτι της./ Χαλινωμένη στεκόταν βουβή και κυλιόταν/στη γη το φόρεμά της στης ζαφοράς το χρώμα./με βλέμμα παρακλητικό/σαΐτευε τον κάθε φονιά τη,/όμοια με ζωγραφιά που θέλει να λαλήσει……….»
Ο χορός σε συνέχεια  τονίζει με έμφαση     «……Ο Κάλχας έχει τις αλάθευτες τις τέχνες,/ όμως η Δίκη καθορίζει την οδό/   ‘΄όποιος παθαίνει να μαθαίνει’’…»  
Ο χορός των γερόντων Αργείων στην πάροδο συνθέτει το παρελθόν με το παρόν σε μια αδιάσειστη ενότητα. Ο ι ένοχοι μένουν ατιμώρητοι. Πάνω από τους ανθρώπους στέκει σαν φόβητρο η σπάθα του Δία-Δικαιοσύνη. Ο χορός εύχεται από καρδιάς το ‘’να λέμε μη χειρότερα και σε καλό να βγεί»



                         ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ       ΧΟΡΟΣ
Όταν τελειώσει ή πάροδος εμφανίζεται η Κλυταιμνήστρα. Ο χορός επαναλαμβάνει την ερώτηση που της έκανε όταν ετοίμαζε τους βωμούς για θυσίες .
«Σέβομαι την ισχύ σου, Κλυταιμνήστρα, και ήρθα     /όταν ο άρχοντας λείπει  κι ΄ο  θρόνος
χηρεύει, /είναι σωστό να τιμάμε τη γυναίκα του. Άκουσες κάτι καλό και θυσιάζεις /ή δίχως,  είδηση, κρεμιέσαι στις ελπίδες; ἄν θες, μιλάς ,  σ’ ακούω, σωπαίνεις, δε ρωτάω---κλύοιμ’ ἄν εὔφρων οὐδέ σιγώσηι  φθόνος»
Η ψυχική απόσταση που χωρίζει το χορό από την Κλυταιμνήστρα είναι αισθητή ακόμα και μέσα σ’ αυτό το στίχο .Η  απάντηση έρχεται από την Κλυταιμνήστρα με την θριαμβευτική αναγγελία  ότι οι Αχαιοί πάτησαν την πόλη του Πριάμου ,αφήνοντας  το χορό σε βαθιά συγκίνηση που ένας κόμπος χαράς τον πνίγει και απορημένος τη ρωτάει μήπως πίστεψε ονείρων φαντάσματα και η κραταιά Κλυταιμνήστρα περιφρονητικά απαντάει ότι «δεν θα ξεστόμιζα ποτέ του ύπνου πλάνες» και στην επιμονή του χορού ,που είναι τόσο μεγάλη η συγκίνησή του, που ξαναρωτάει ,μήπως τη φούντωσε η άπτερη φήμη, και εκείνη περιφρονητικά, αλλά και σαρκασμό του απαντάει «με παίρνεις για μωρό παιδί ή παιδιαρίζεις» Προσθέτει  δε, στην ερώτηση του χορού, αν είναι καιρός που πάτησαν την Τροία,  ‘’εξήγησα τη νύχτα που γέννησε τούτο το φως’’ Για το χορό όλα αυτά είναι αναπάντεχα και ξαναρωτάει   «τόσο γοργά  ποιος έφτασε να φέρει το φως;»
Η  δυναμική Κλυταιμνήστρα απαντάει η λάμψη της φωτιά που έστειλε ο Αγαμέμνων από την Τροία και με εσωτερική ένταση και με σπάνια παραστατικότητα περιγράφει τη διαδρομή που ακολούθησαν οι  φρυκτωρίες για να χτυπήσει το φως πάνω στις στέγες του παλατιού.
Η ένταση της αφήγησης δεν προέρχεται από τη χαρά του τέλους του πολέμου, αλλά γιατι πλησιάζει η ώρα για να πληρώσει ο ένοχος. Είναι μια διαδρομή  ‘’χάρου, θανάτου’’
Με εκπληκτική δύναμη κρύβει τα σχέδιά της, και με πόση τέχνη υποκρίνεται και πόσο ό λόγος της μέχρι το τέλος είναι αμφίσημος ,παραπλανητικός.
Όταν τελειώσει την αφήγηση της διαδρομής των φρυκτωριών δίνει μια εικόνα για την κατάσταση που επικρατεί  στη σκλαβωμένη χώρα του Πριάμου , χωρίς να παραλείψει ν’ αναφερθεί  και για τη θέση των νικητών. Βέβαια είναι εικόνες που φαντάζεται.
«…….Θαρρείς κι ακούω διπλή τη  χλαλοή στην πόλη./……………………………Εδώ  γυναίκες πάνω στα κουφάρια/αντρών και αδελφών, εκεί παιδιά στων γερόντων/γονιών τους, θρηνούν των ακριβών τους το θάνατο/με της δουλείας το ζυγό στο σβέρκο……………………….»
Του νικητές τους περιγράφει ότι ορμούν στα στρωμένα τραπέζια της πόλης στα σκλαβωμένα σπίτια των Τρώων  και τελειώνει την περιγραφή  με υποβόσκουσα απειλή «……..αν σεβαστούν  της νικημένης χώρας/τους πολιούχους τους θεούς, τα όσια και τα ιερά οι νικητές δεν θα γνωρίσουνε ποτέ την ήττα. ………..για να γυρίσουν ζωντανοί στα σπίτια τους με το καλό/πρέπει να κάνουν την ανάστροφή  πορεία/Αν στων θεών το δίχτυ δεν μπλεχτούνε και γυρίσουν /κι’αν δεν σκοντάψουν σε άλλες συμφορές καινούργιες /θα τους προσμένει ωστόσο ξάγρυπνο το αίμα των νεκρών………………………….» Mε ιδιαίτερη ένταση κι’ εκδικητική μανία προφέρει το ‘’…….θα τους προσμένει ξάγρυπνο το αίμα των νεκρών……»
  Είναι εκπληκτικό, πως ο ποιητής, μ  εύστοχους υπαινιγμούς, με απόκρυψη των πραγματικών σκέψεων και αισθημάτων δημιουργεί την αίσθηση ότι πολλά μπορούν να συμβούν και κανένας δεν μπορεί να τ’ αποτρέψει. Έτσι δημιουργείται από την αρχή μια ζοφερή ατμόσφαιρα που σαν μαύρο απειλητικό σύννεφο σκεπάζει την πόλη του Άργους.    Η  αγωνία κλιμακώνεται  σκηνή με σκηνή μέχρι το μοιραίο τέλος.
                                        ΧΟΡΙΚΟ
Όταν  φύγει η Κλυταιμνήστρα τα μέλη του χορού συγκινημένα ξεκινάνε το λόγο τους με  ένα υπέροχο ύμνο προς τον Δία-Δικαιοσύνη .
Ω βασιλέα Ζευ κι’ ω νύχτα προσφιλής
ο μέγας κόσμος δώρημά σου τέλειο,
με δίχτυ τύλιξες πυκνό το τρωικό
το κάστρο, άντρας, γυναίκα και παιδί
να το τρυπήσει δεν μπορεί και να ξεφύγει
το δίχτυ που σαρώνει
το βυθό της συμφοράς.


Λένε πως του Διός η πληγή
ίχνος αφήνει φανερό,
ό, τι σκεφθεί θα γίνει, ποιος θα το πεί
 πως αψηφούνε οι θεοί όσους μολύνουν
τ’ αμόλυντα; Όποιος το πει δε σέβεται
Φως φανερό: όσοι τολμούν και ξεπερνούν                                                                                                                                                                                                                                                                                                                     το δίκιο, όσοι μανίζουν πνέοντας πόλεμο,
όσοι γεμίζουν ξέχειλα τ’ αμπάρια τους
ποιο πάνω απ’ την ανάγκη
τοκίζουν συμφορές.
…………………
………………….
Κάστρο της σωτηρία δε θα βρεί
αυτός που δε χορταίνει πλούτη,
αυτός που μ’ένα  λάκτισμα γκρεμίζει
το μέγα βωμό της Δίκης.
Σε συνέχεια περνάει στο τόλμημα της Ελένης που τόλμησε ανείπωτα και στον απαρηγόρητο Μενέλαο, που έχει μεγάλο καημό, γιατί τη στερήθηκε .
Τέτοιος καημός βαραίνει το παλάτι
όμως υπάρχει και βαρύτερος ακόμα
γιατί όσοι πήραν τ’ άρμενα κι’ απ την Ελλάδα φύγαν                                      
αφήσαν στο κατώφλι του σπιτιού
πένθιμο μοιρολόι ,που λιγώνει τις καρδιές.
Των συγγενών τα σπλάχνα θερίζει ταραχή,
γιατί καθένας ξέρει ποιόν ξεπροβόδησε
όμως, αντίς τα παλικάρια τους, γυρίζουν σπίτι
υδρίες νεκρικές και λίγη στάχτη.
Ο Άρης είναι σωμάτων αργυραμοιβός,
κρατεί τη ζυγαριά στη χλαλοή της μάχης,
στέλνει στους συγγενείς από την Τροία
βαριά και πολυδάκρυτη
την πυρωμένη τέφρα
αντίς για τον λεβέντη
λεβέτι βολικό γεμάτο στάχτη.
Μοιρολογούνε και παινεύουν το νεκρό
τον ένα πως στον πόλεμο στάθηκε σαν λιοντάρι,
τον άλλον πως αιματοκυλίστηκε
για μια γυναίκα ξένη.
Τέτοια καθένας σιγοψιθυρίζει
κι’ο πόνος σέρνει πίσω του το μίσος
για τους Ατρείδες που γυρεύαν την εκδίκηση.
Ο  χορός, με τον τρόπο που αναφέρει το θρήνο των συγγενών αυτών που πήγαν να πολεμήσουν σε ξένη γη για το χατίρι μιας γυναίκας, δείχνει καθαρά, την αντίθεσή του γι’ .αυτή την εκστρατεία..
Συνεχίζει το ίδιο ανήσυχος, μα και με βέβαιη πίστη ότι οι θεοί δεν θ΄αφήσουν ατιμώρητους όσους  ξάπλωσαν στο χώμα πλήθος νεκρών, κι’αυτόν που θρόνιασε την ευτυχία του στην αδικία ……………….
Φωνή λαού, οργή λαού
βαρύ το χρέος ξεπληρώνει της λαϊκής χαράς.
Η  μέριμνά μου περιμένει
ν’ ακούσει ό, τι το σκότος εγκυμονεί.
Απ ’των θεών τον οφθαλμό δε γλιτώνουν,
όσοι στο χώμα ξάπλωσαν πλήθος νεκρών
στης τύχης τα γυρίσματα, στον ώριμο καιρό,
οι Ερινύες μελανές θα στείλουν στη μαυρίλα
αυτόν που θρόνιασε την ευτυχία στην αδικία.
Θ’ αφανιστεί σε τόπο μακρινό
χωρίς ελπίδας σωτηρίας.
 Είναι κρίμα βαρύ να ξεπερνάς
υπέρμετρα τον γνώμονα της δόξας.
Απ’του Διός τους οφθαλμούς
ο κεραυνός ορμάει και σε χτυπάει…………………………»
Έτσι ο ποιητής, με  αφετηρία τη συγκεκριμένη τραγωδία την ξεπερνάει και καταλήγει σε σκέψεις για συμπεριφορές ανθρώπων, για  γεγονότα που συμβαίνουν στην καθημερινότητα και απάνω από όλα αυτά δεσπόζει η ‘’δύναμη του ΔΙΑ-ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ.’’

          ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ-  -ΧΟΡΟΣ.
Όταν τελειώσει το χορικό εμφανίζεται η Κλυταιμνήστρα. Είναι ανήσυχη γιατί μετά το σημάδι της φωτιάς δεν υπάρχει καμία άλλη είδηση. Όμως βλέπει να έρχεται από μακρυά ,στεφανωμένος με κλαδιά ελιάς ένα άτομο που  ‘’είτε ο λόγος του θ’ αυξήσει τη χαρά μας  είτε-ξορκίζω το λόγο τον αντίθετο. Μακάρι//νά ρθει κι’ άλλο καλό το καλό ν’ αυγατίσει»
Και ο χορός δεν απαντάει άμεσα προς τη βασίλισσα, αλλά με ‘’σκεπασμένο υπονοούμενο’’ λέει
‘’ Όποιος όμως άλλες ευχές για την πόλη μας κάνει,/αμαρτίες τα μυαλά του να θερίσουν’’
Η σκηνή με τον Κήρυκα, που ακολουθεί, είναι η απαρχή , για την Κλυταιμνήστρα, να σχεδιάσει με συγκεκριμένες ενέργειες την εξόντωση του βασιλιά

                       ΓΥΡΙΣΜΟΣ  ΣΤΗΝ ΠΑΤΡΙΔΑ

 ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ   ΧΟΡΟΣ           ΚΗΡΥΚΑΣ

Γυρισμός πίσω στην πατρίδα  είναι πάντοτε   μια μεγάλη ελπίδα που τρέφει ο πολεμιστής που για  χρόνια πολεμάει σε ξένους τόπους. Ο  Αισχύλος με έξοχο τρόπο περιγράφει αυτή την ελπίδα , τη χαρά του γυρισμού, αλλά και τις ταλαιπωρίες, τις αγωνίες των στρατιωτών  που για δέκα χρόνια   πολεμούσαν μακριά από την πατρίδα τους, σε ξένη γη. Με τέτοια φόρτιση ,τρέχοντας, ορμάει στη σκηνή, ο  Κήρυκας, φωνάζοντας συγκινημένος, χωρίς να χαιρετίσει
τους παρευρισκομένους χορό και Κλυταιμνήστρα κραυγάζοντας:
« Ω  Άργος, ω πατρικά μου χώματα/ο δέκατος έφεξε χρόνος για  νά ρθω/πολλές ελπίδες ράγισαν η μια με σώζει./Δεν τό’ λπιζα πως θα πεθάνω στο Άργος κάποτε/ούτε πως θα ταφώ στ’ αγαπημένο χώμα……» Συνεχίζει απευθύνοντας χαιρετισμούς στη χώρα, στο φως του ήλιου, στον Ύψιστο Ζευ, αλλά και με χαριτωμένο τρόπο απευθύνεται και στον Απόλλωνα «…Και σύ, άναξ Απόλλων Πύθιε,/σταμάτα πια να μας τοξεύεις με τα βέλη σου./Χόρτασες να μας πολεμάς στο Σκάμαντρο ( ο Απόλλων ήταν με το μέρος των Τρώων)
Συνεχίζει τους χαιρετισμούς στους θεούς , στ’ αγαπημένα βασιλικά παλάτια και τέλος με θριαμβευτικό τόνο αναγγέλει  «…..Ο  Άναξ Αγαμέμνων φτάνει σε σας να φέρει//και σ όλους τούτους εδώ το φως μέσα στη   νύχτα./Καλωσορίστε τον καθώς του πρέπει/που ξεθεμέλιωσε την Τροία με την αξίνα/ του Διός του δικαιοκρίτη και την αφάνισε,/άφαντοι κι ’οι βωμοί και των θεών ιερά/ κι’ όλεθρος πλάκωσε βαρύς της μάνας γης το σπέρμα....κι έρχεται ο μέγας βασιλιάς Ατρείδης των θεών ο εκλεκτός………………………………………………Διπλά οι Πριαμίδες
τα κρίματά τους πλήρωσαν»
Εδώ σ’ αυτό το σημείο μπορεί ν’   αποχωρεί η Κλυταιμνήστρα από τη σκηνή; Υποθέσεις μπορεί κανένας να κάνει. Μπορεί να είναι στη σκηνή όταν ο χορός μιλάει με υπονοούμενο λόγο  που την αφορά; Δεν ξέρω .Αν ανέβαζα εγώ την παράσταση θα την έβαζα να φεύγει  στο σημείο που ο κήρυκας αναφέρει ότι έρχεται ο Αγαμέμνων.
Ο λόγος του Κήρυκα χωρίζεται σε δύο μέρη . Στο πρώτο μέρος περιγράφει τις κακουχίες των πολεμιστών και στο δεύτερο μέρος το ναυάγιο και την καταστροφή του στρατού
Εκτός από ορισμένα σημεία που ο χορός παρεμβαίνει, αλλά με λόγο αμφίσημο ,  που δεν μπορεί να καταλάβει ο κήρυκας , η σκηνή συνεχίζεται με την αφήγηση του Κήρυκα, να περιγράφει τη ζωή τους στην Τροία , στη διάρκεια του πολέμου.  «…..Τέλος καλό. Όταν διαβούν τα χρόνια /άλλοι θα πούν πως όλα τούτα ήτα καλά/κι΄ άλλοι πικρά, ποιός μια ζωήν ολόκληρη /εκτός απ’ τους θεούς με δίχως βάσανα περνάει;
Όλη αυτή η αφήγηση περιέχει τις κακουχίες των πολεμιστών, που μέσα σε συνθήκες δύσκολες, πολεμούσαν εναντίον ενός στρατού, που βρισκόταν στη δική του γη. «……μας έλαχε μέρα θαρρείς χωρίς αναστεναγμό;/…………  είχαμε το γιατάκι μας κοντά στα τείχη του εχθρού /από τον ουρανό και τα λιβάδια μας ράντιζε η δροσιά./Η πάχνη μούσκευε και σάπιζε τα ρούχα μας   αγρίευε …η  τρίχα τους σαν του θηρίου /Να πω για τον χειμώνα που ξεκληρίζει τα πουλιά/που τον κατέβαζε  ο χιονιάς αφόρητο από την Ίδη; /Ή για την κάψα το καταμεσήμερο, όταν η θάλασσα γλαρώνει / στο κρεβάτι ,την ώρα την ακύμαντη της νηνεμίας……………….» Είναι πικρό για τον κήρυκα να θυμάται όλες τις κακουχίες που τραβήξανε μακριά από την πατρίδα τους.  Τις σταματάει σαν να έζησε ένα τρομακτικό όνειρο   «…..μα τι; θα κλαίμε  τώρα; ο πόνος πέρασε / πέρασε και για τους πεθαμένους βέβαια/ που δεν τους μέλλεται ν’ αναστηθούνε….»  Κι’ αναρωτιέται με πόνο  «…..αξίζει να θρηνούν οι ζωντανοί  τις περασμένες δυστυχίες;»     Δεν αντέχει άλλο να προχωρήσει στις θλιβερές αναμνήσεις και με μια θέληση να ξεφύγει απ’ τις θλιβερές αναμνήσεις, κραυγάζει «…ας πάνε στην ευχή λοιπόν οι συμφορές./Για μας που απομείναμε απ των Αργείων το στρατό/ μετράει το κέρδος, νικάει στη ζυγαριά τα βάσανα.» Με μια απελευθερωμένη διάθεση, ξεφεύγοντας απ τον βραχνά των κακών αναμνήσεων, κράζει « ………Αξίζει λοιπόν να καυχηθούμε στο φως της μέρας , /στις θάλασσες και στις στεριές να το φωνάξουμε : ο στρατός των Αργείων που πήρε την Τροία/αυτά τα λάφυρα, λαμπρά στολίδια, τιμώντας /τους θεούς ανάρτησε στους ναούς της Ελλάδας» Όποιος τ’ ακούει αυτά, την πόλη και τους στρατηγούς / να τους δοξολογεί και στου Διός η μεγάλη χάρη / που τα’ φερε δεξιά . Ξέρεις τα πάντα τώρα» Μπορεί να γίνει αναφορά στο ότι εδώ μιλάει από προσωπική εμπειρία ο στρατιώτης Αισχύλος;
Από την πλευρά της υποκριτικής είναι ένα δύσκολο κείμενο που έχει πολλές αλλαγές  και θα πρέπει ο ηθοποιός να είναι άξιος να τις  ερμηνεύσει.
Σ’ αυτό το σημείο , μόλις τελειώσει ο Κήρυκας και απαντήσει ο χορός προτείνω να ξαναεμφανιστεί η Κλυταιμνήστρα . Η εμφάνισή της είναι σαν να σταματάει την αφήγηση του Κήρυκα και τις ερωτήσεις που θα ήθελε  να υποβάλει ο χορός στον Κήρυκα.
Η  δυναμική Κλυταιμνήστρα βρίσκεται σε υπερδιέγερση πλησιάζει η ώρα που θα σημάνει την αρχή του τέλους. Με υπερβολική έμφαση  δείχνει ενθουσιασμένη που τέλειωσε ο πόλεμος και που είναι η ώρα να υποδεχτεί ( με κλαρίνα και τύμπανα θα λέγαμε σήμερα) με θριαμβευτικές ιαχές τον άντρα του σπιτιού. Στην αρχή του λόγου της σαρκάζει το χορό και αποκαλύπτει το λόγο που σιωπηλή ετοίμαζε τους βωμούς των θεών για θυσίες. Προχωρεί ,σε μια υπερβολή, χωρίς όρια έκφρασης υποταγής και λατρείας στον άντρα της βασιλικής στέγης  .  ο λόγος της είναι συγχρόνως και απειλητικός προς το χορό μην τυχόν και αμφισβητήσουν αυτά, που χωρίς ντροπή, διατείνεται. Παραθέτω ολόκληρο το λόγο της
«Ούρλιαξα (άνωλόλυξα) τη χαρά μου πριν, σαν έφτασεν /ο πρώτος πύρινος νυχτερινός μαντατοφόρος / που μήνυσε την άλωση της Τροίας και το ρήμαγμα. / Κάποιος με περιγέλασε και είπε: πιστεύεις τώρα /τις φωτιές και θάρρεψες πως πάρθηκεν η Τροία; με το παραμικρό της γυναικός  ο νους πετάει .
Τέτοια λέγαν και με παίρναν για φευγάτη στο νού. / Όμως εγώ θυσίαζα και σύρανε φωνή ,κατά το έθος /γυναίκες σκορπισμένες μες στην πόλη δοξολογώντας / τους θεούς μ’ ολολυγμούς στα ιερά, καθώς κοιμίζαν /τη σαρκοβόρα φλόγα της θυσίας με μύρα. (εδώ υπάρχει ένας στίχος που μπορεί να υπονοεί ότι δεν έφυγε καθόλου από τη σκηνή;) Χρεία δεν έχω να μου πεις περσότερα. // Από το βασιλιά τον ίδιο θα μάθω τα πάντα.(ύστερα από μια μικρή παύση με χυμώδη υποκριτικό λόγο συνεχίζει) Όσο μπορώ καλλίτερα το σεβαστό μου άντρα /που γύρισε ξανά, βιάζομε να δεχτώ. ( με αυξάνουσα δήθεν μέθη ευτυχίας συνεχίζει με ποιο χυμώδη υποκριτικό λόγο) Υπάρχει φως γλυκύτερο για τη γυναίκα ;να δεί /ζωντανό να γυρίζει τον άντρα της με του θεού τη χάρη;//και τη θύρα να του ανοίξει; Αυτά του παραγγέλνω: / ( Συνεχίζεται ο χυμώδης υποκριτικός της λόγος σκεπάζοντας την απειλή που
κάτω από τα λόγια της κρύβεται  προς το χορό, μην τολμήσει και αμφισβητήσει  τα όσα υποκριτικά λέει)Νά ρθει και θάβρει πιστή γυναίκα στο σπίτι του, /όπως την άφησε, σαν την καλή τη σκύλα στο κατώφλι, / για κείνον υποτακτική για τους εχθρούς φοβέρα / όμοια και σ΄όλα τάλλα, κρατώντας τόσα χρόνια /το βουλοκέρι του σπιτιού του εφτασφράγιστο, ( με υποκριτική περηφάνεια και πολύ ποιο έντονα από πριν τονίζοντας κάθε συλλαβή ξεχωριστά και κοιτώντας απειλητικά το χορό)
Όπως δεν έμαθα να βάφω το χαλκό, έτσι / δε χάρηκα και ξένον άντρα , λόγον αισχρό δεν δέχτηκα. / Μεγάλη καυχησιά θα πείς, όμως γεμάτη αλήθεια. / Κι’ όταν το λέει γυναίκα από γενιά , ντροπή δεν είναι»
Η σκηνή αυτή με την Κλυταιμνήστρα είναι ένα κομβικό σημείο της τραγωδίας. Έρχεται ο πορθητής της Τροίας και από δώ και μπρός σιγά σιγά ξετυλίγεται  και εκτελείται το σχέδιο της εξόντωσης του βασιλιά.
Όταν φύγει η Κλυταιμνήστρα ο χορός  σημειώνει με νόημα «είπε το νοικοκυρεμένο λόγο της, τον άκουσες /γι’ αυτούς που ξέρουν να εξηγούν πεντακάθαρος…………»
Όμως η σκηνή με τον Κήρυκα δεν τελειώνει εδώ. Στην  ερώτηση του χορού αν γύρισε ο Μενέλαος  και ποιές φήμες υπάρχουν αν είναι ζωντανός ή πεθαμένος. Ο κήρυκας  δεν μπορεί να δώσει ξεκάθαρη απάντηση και αρχίζει το δεύτερο μέρος της αφήγησης του Κήρυκα που περιγράφει την καταιγίδα που ξέσπασε όταν γύριζε ο στόλος από την Τροία. Ο Κήρυκας που έζησε τρομερές στιγμές μες στην αγριεμένη θάλασσα και είδε τους συντρόφους του  να εξαφανίζονται μες στη φουρτουνιασμένη θάλασσα , με πόνο τα ξαναθυμάται, ωστόσο περιγράφει πολύ παραστατικά την καταιγίδα που ξέσπασε πάνω στον στόλο των νικητών του πολέμου. Και τους αφάνισε.  «……………………………….φωτιά και θάλασσα, εχθροί πανάρχαιοι συνωμοτήσαν να ξεκληρίσουν το στρατό /των δύστυχων Αργείων, και κράτησαν το λόγο τους………………………….»Μετά το τέλος της καταιγίδας είδαν στο πέλαγος του Αιγαίου να επιπλέουν πνιγμένοι Αχαιοί και ερείπια καραβιών Το δικό τους το σκαρί σαν από θαύμα σώθηκε. «…………………….όταν ξεφύγαμε της θάλασσας το μαύρο χάρο/δεν το πιστεύαμε πως φάνηκε η άσπρη μέρα/γιατί βοσκάγαμε στις  έγνοιες μας τη νέα συμφορά,/το ρημαγμένο το στρατό που σαν τη στάχτη σκόρπισε…………………»  πριν φύγει, ο Κήρυκας εκφράζει την πίστη, ότι ο Δίας θα τον σώσει τον Μενέλαο.
Αναρωτιέται κανένας γιατί ο ποιητής παρεμβάλει  σκηνή καταστροφής του νικηφόρου στρατού των Αργείων. Μπορούμε να επικαλεστούμε την Αισχύλεια  άποψη Δίας-Δικαιοσύνη; Ο Δίας δεν άφησε ατιμώρητους αυτούς που κατάστρεψαν, εξαφάνισαν, χωρίς κανένα έλεος,
 μια ολόκληρη χώρα και τους κατοίκους τους;
                                       ΧΟΡΙΚΟ
Ο χορός, μόλις φύγει ο Κήρυκας, ξεσπάει με αγανάκτηση και μίσος κατά της Ελένης

 

Ποιός τάχα την ονόμασε
κι’ όνομα βρήκε ταιριασμένο;
μήπως κάποιος αόρατος
που προνοεί το πεπρωμένο
ωθεί τη γλώσσα στο σωστό;
Η Ελένη μυριοπόθητη,
π’ αρματωθήκαν οι γαμπροί για να την αποκτήσουν
η Ελένη, ανελέητη λεηλασία
πλοίων, παλικαριών και πόλεων,
άφησε τον αβρό κοιτώνα της κι ’ανοίχτηκε
στο πέλαγο με την σφοδρή την αύρα του Ζεφύρου
μυριάδες άντρες στ’ άρματα
κυνήγησαν τα χνάρια των κουπιών
που σβήνονταν μες στα νερά
και στις βαθύσκιωτες ακτές αράξαν του Σιμόεντα
διψώντας την αμάχη και το αίμα.

Οργή θεού που ότι αρχίζει το τελειώνει
έμπασε μές την Τροία την Ελένη
που τ’ όνομά της θάνατο σημαίνει.
Ηρθε καιρός να πληρώσουν πικρά
του γάμου το τραπέζι                                          
και του Διός του συνεστίου την ατίμωση
οι συμπεθέροι του γαμπρού
που το’ γραψεν η μοίρα
να ψάλουν στο ξεφάντωμα
της νύφης το χαρούμενο τραγούδι.
Γύρισε το τραγούδι της χαράς σε μοιρολόι
η πόλη του Πριάμου η σεβαστή
φορτώθηκε τη μάταιη σφαγή των πολιτών της,
το θρήνο της ζωής τους που κουρσεύτηκε
στενάζει βαριά  και στ’ ανάθεμα στέλνει
του Πάρη τον απαρηγόρητο κοιτώνα……….
……………………………………………………….
Παρομοιάζει την Ελένη σαν το μικρό λιονταρόπουλο  που ανατρέφεται με τρυφερότητα , για να γίνει ,όταν μεγαλώσει, θηρίο αιμοβόρο. Ετσι και η Ελένη έφτασε στην Τροία 
Σα θρόισμα
μες στη γαλήνη της απανεμιάς
ωσάν της χαρμονής την αβρή πλησμονή
ωσάν το απαλό των ομματιών το βέλος
σαν άνθος έρωτος που σε πλαντάζει
και ξάφνου αλλάζει πρόσωπο
και τέλειωσε το γάμο σε φαρμάκια
Πάνω στους Πριαμίδες όρμησε
η μαύρη σύνοικος, της συμφοράς το ταίρι
κι ο Ζεύς ο Ξένιος την οδηγεί
την νύφη των δακρύων την Ερινύα.»
Για το λόγο του χορού, έχει ήδη τονιστεί, ότι άλλοτε είναι οργανικά δεμένος με τα γεγονότα, και άλλοτε αυτά τα γεγονότα της δράσης ,οδηγούν τη σκέψη του χορού σε θέματα που έχουν γενικότερη σημασία. Έτσι και σε τούτο το χορικό από το θέμα της Ελένης  περνάνε σε άλλα θέματα.
«Κρατεί στους παλαιούς ένας γέροντας λόγος
που λέει πως, όταν ξεχειλίσουνε
στον άνθρωπο οι δόξες και τα πλούτη,
γεννοβολά και δεν πεθαίνει στείρος
όμως από την ευτυχία του φυτρώνει
πολλές φορές αχόρταγη στο γένος δυστυχία.
Διαφωνώ με τους παλιούς εγώ
τα έργα της ασέβειας, θαρρώ
γεννούν παιδιά κι΄ άλλα παιδιά
εικόνα του γονιού τους.
Στα σπίτια των δικαίων όμως
η τύχη σπέρνει πάντα ωραία παιδιά

Μες στις γενιές τη ανομίας
η Ύβρις η παλαιά το συνηθίζει να γεννά
την νέαν Ύβριν, αργά ή νωρίς
την πεπρωμένη μέρα θα γεννηθεί
μαζύ με τον δαιμόνιο σύντροφό της
το θράσος, το ακατάβλητο, το αδάμαστο
το ανίερο, τη μαύρη Τύφλα του   σπιτιού’
εικόνα του γονιού κι’  ομοίωσή του.

Η Δίκη κατοικεί λαμπρή
Στην καπνισμένη κάμαρα της φτώχειας
τιμά την ταπεινή ζωή της Αρετής
παίρνει των ομματιών της και φεύγει
από τα μέγαρα που χέρια βρώμικα τα φόρτωσαν
χρυσάφι,, κοπιάζει στα χαμόσπιτα τ’  αγνά
σιχαίνεται του πλούτου την ισχύ, την κούφια φήμη.
Κι’ όλα στο πεπρωμένο τέρμα κατευθύνει.


            ΧΟΡΟΣ,  ΑΓΑΜΕΜΝΩΝ,   ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ, ΚΑΣΣΑΝΔΡΑ

Τους συλλογισμούς του χορού διακόπτει η εμφάνιση του Αγαμέμνονα Είναι πάνω σε άρμα και πίσω του κουλουριασμένη και σκεπασμένη με πέπλα η Κασσάνδρα.  Όταν μπαίνει στη σκηνή ο Αγαμέμνων και τον χαιρετίζει ο χορός ,νομίζω ότι δεν θα πρέπει να είναι στη σκηνή η Κλυταιμνήστρα.    Ο χορός όταν δει το βασιλιά με σεβασμό τον καλοσωρίζει ,αλλά με μέτρο είναι πολύ εντυπωσιακός αυτός ο χαιρετισμός
«Ω βασιλιά μου , της Τροίας πορθητή/του Ατρέως γιέ, και πώς να σ’   ονομάσω;/να δείξω πως το σέβας μου /χωρίς να περάσω το μέτρο/ χωρίς να μικρύνω τη χάρι σου ;/
Λόγος εξαιρετικά ζυγιασμένος ώστε να εκφράσει ο χορός με ειλικρίνεια τη σκέψη του, και να εκφράσει την αντίθεσή του με κείνους που υποκρίνονται ότι τάχα υποφέρουν και αυτοί για τη δυστυχία που βρίσκε τον διπλανό του «…..Κάνουν πως χαίρονται τη χαρά τ’  αλλουνού/ και μορφάζει το γέλιο στ’  αγέλαστα πρόσωπά τους………………….» Δεν κρύβει ο χορός ποια ήταν η γνώμη του για τον πόλεμο «…..όταν ξεσήκωνες το στρατό για χάρη  / της Ελένης, να  το κρύψω δεν μπορώ/ σε πίστευα σαν τον παράλογο/ που δεν μπορεί να κυβερνήσει του μυαλού του/ το τιμόνι, μια κι’ ήθελες με το στανιό / ανδρεία να φυτέψεις σ’ αυτούς /πού ταν γραμμένοι του θανάτου……..» Αλλά αφού όλα ήρθαν καλά καλός κι ο κόπος.
Η παρατήρηση του χορού δεν δείχνει ότι με το ζόρι ξεσήκωσαν τον πόλεμο για μια γυναίκα;
Δεν παραλείπει να ρίξει και μια αποσπόντα θα λέγαμε σήμερα παρατήρηση «…..Θά  ρθεί καιρός και θα ρωτήσεις και θα μάθεις / ποιος απ’ αυτούς που παραμείναμε στην πόλη
Πορεύτηκε το δρόμο τα στραβό και ποιος τον ίσιο» 
Εάν ήταν παρούσα η Κλυταιμνήστρα θα έλεγε αυτό το τελευταίο;

   ΑΓΑΜΕΜΝΩΝ,  ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ,  ΧΟΡΟΣ

Ο Αγαμέμνων ,ο πορθητής της Τροίας γυρίζει στο Άργος με δύο ενοχές. Τη θυσία της κόρης του και το ξεθεμέλιωμα μια χώρας. Ο ίδιος όμως δεν αισθάνεται καμιά ενοχή . Θυσίασε τη κόρη του για το καλό του στρατού και ξεθεμέλιωσε την Τροία για να τιμωρήσει αυτόν που δεν σεβάστηκε το θείο δώρο της φιλοξενίας.
Νομίζω ότι ο Αισχύλος τον παρουσιάζει υπερόπτη αλλά  συγχρόνως και υπεύθυνο ηγέτη που είναι έτοιμος να διορθώσει ότι ‘’στραβό’’ υπάρχει στην αυτοκρατορία του , σε γενική συνέλευση του λαού.
Όρθιος πάνω στο Άρμα με ικανοποίηση ατενίζει  τ ’ανάκτορά του, πριν ξεκινήσει το λόγο του.
Η όλη του συμπεριφορά αποπνέει την περηφάνεια του νικητή και την ικανοποίησή του γιατι γυρίζει στο βασίλειό του υγιής και νικητής.
Με σταθερή φωνή , αλλά και έπαρση χαιρετίζει το Άργος, τους θεούς της χώρας που βοήθησαν το γυρισμό του  και στην εκδίκηση που δίκαια οι Έλληνες πήραν από τη χώρα του Πριάμου……………………. «πρῶτον μέν Ἄργος καί θεούς έγχωρίους / δίκη προσειπεῖν, τους ἐμοί μεταιτίους / νόστου δικαίων θ’ ὧν  ἐπραξάμην πόλιν/Πριάμου δίκας γάρ οὐκ ἀπό ἀπό γλώσσης θεοί / κλύοντες ἀνδροθνῆτας/ Ἰλιοφθόρους/ ἐς αἱματηρόν τεῦχος οὐ διχορρόπους/ ψήφους ἔθεντο, τῶι  δ’ ἐναντίον κύτει/ ἐλπίς προσήιει χειρός οὐ πληρουμένωι………….Το Άργος πρώτα και τους θεούς της χώρας/κατά το έθιμα θα χαιρετήσω, που βοήθησαν/ στο  γυρισμό και στην εκδίκηση που δίκαια πήραμε/από του Πριάμου την πόλη. Χωρίς ν’ ακούσουν οι θεοί /λόγο κι αντίλογο, ομόφωνα ψηφίσανε στην κάλπη /της σφαγής και  καταδίκασαν σε θάνατο τους άντρες, /την Τροία στο χαμό, στην κάλπη της ελπίδας / σιμώσανε τα χέρια και δε ρίξανε μέσα τίποτα…………………………»
Από τα πρώτα λόγια πληροφορεί ότι η καταστροφή της Τροίας ήταν αποφασισμένη από τους θεούς και αυτό σημαίνει για τον Αγαμέμνονα ότι δεν είναι ένοχοι η Έλληνες για το ξεθεμέλιωμα της Τροίας. Με ιδιαίτερη υπερηφάνεια και άφθαστη ηδονή προχωρεί το λόγο του «……..η πόλη πάρθηκε κι’ απ τους  καπνούς θα  την γνωρίσεις πιά /της συμφοράς οι θύελλες μονάχα ζούν, χωνεύει η στάχτη /και ταξιδεύει στον αγέρα τις βαριές μυρωδιές της χλιδής.
Αναφέρει το μακελειό που σκόρπισε ο  ‘’Δούρειος Ίππος’’………………..» Και όταν τελειώσει το λόγο του για την καταστροφή της Τροίας,  απευθυνόμενος στο χορό  τον διαβεβαιώνει ότι ,όσον αφορά  τις συμπεριφορές  των ανθρώπων ,συμφωνεί μαζί του . «……………………………….Τα γνώρισα γι’ αυτό μιλώ ,τους έμαθα /αυτούς που δείχναν τη φιλία τους σε μένα /τι ψεύτικοι καθρέφτες ήταν και ποιάς σκιάς φαντάσματα./ ο Οδυσσεύς μονάχα, που κίνησε με το στανιό. /σαν μπήκε στο ζυγό, πρόθυμος ήταν σύντροφος/ζωντανός ή πεθαμένος τώρα πια, το καταθέτω…………….» Ούτε μια λέξη ανησυχίας εάν ο πιστός Οδυσσέας είναι ζωντανός η νεκρός . Έτσι ψυχρά αναφέρει αν ο  Οδυσσέας ζει ή είναι πεθαμένος. Όσο για τα κοινά βεβαιώνει ότι θα γίνει δημόσια  σύσκεψη για να βρεθεί η καλλίτερη λύση για τους θεούς και το λαό.
Και τελειώνει λέγοντας με ικανοποίηση και περηφάνια « ..Τώρα θα μπω στο παλάτι και μες στο δώμα / θα προσκυνήσω πρώτα τους θεούς της εστίας. /Όπως με ξεπροβόδισαν , με φέραν πάλι πίσω. / Η νίκη με ακολούθησε παντού, μακάρι να ριζώσει—νῦν δ ’ἐς μέλαθρον καί δόμους ἐφέστιους /ἐλθών θεοῖσι πρῶτα δεξιώσομαι,/ οἴπερ πρόσω πέμψαντες / ἤγαγον πόλιν,/νίκη δ’,  ἐπείπερ ἔσπετ’, ἐμπἐδως μένοι.»
Ας σταθούμε λίγο ακόμα στα τελευταία του λόγια πριν μπεί στο παλάτι. Καμιά σκιά λύπης για τη θυσία της κόρης του. Αυτή η ενοχή για τον Αγαμέμνονα δεν υπάρχει. Όμως στην επιστροφή πλανάται αυτό που λέει ο χορός στην πάροδο «……μίμνει γάρ φοβερό παλίνορτος /οἰκονόμος  μῆνιν τεκνόποινος—προσμένει η οργή/φοβερή να χτυπήσει στην ώρα της, οικόσιτη, πανούργα και /μακρόθυμη, εκδίκηση του τέκνου της ζητώντας……»
Όμως ο πορθητής πανευτυχής για όσα έπραξε ετοιμάζεται να κατεβεί από το άρμα και να πορευτεί πρός το παλάτι. Όμως, τον σταματάει η Κλυταιμνήστρα, που σιωπηλή παρακολουθούσε το λόγο του, τον κομπασμό του για τα ‘’θεάρεστα’’ έργα που έπραξε.
Το δίδυμο Αγαμέμνων-Κλυταιμνήστρα είναι σαν δυό ξένοι ,τίποτα δεν τους ενώνει και εκφέρουν διαφορετικό λόγο ο καθένας. Ο Αγαμέμνων μιλάει ειλικρινά, που όχι μόνο δεν κρύβει τα όσα έπραξε ,αλλά είναι φανερό ότι κομπάζει γι’ αυτά. Το μόνο που ξεχνάει είναι η σφαγή της κόρης του, που από τα λεγόμενα του χορού στην πάροδο ,τη πράξη του αυτή,
την είχε δικαιολογήσει. Δεν λέει ο χορός στην πάροδο «…..το πρώτο λάθος ξεχαλινώνει των ανθρώπων τα μυαλά……..;» Με  ‘’ξεχαλινωμένα’’ μυαλά και στο λόγο της επιστροφής δεν αναφέρει τη θυσία της κόρης του. Τελικά ήταν και ‘’δική του βούληση’’
Η  Κλυταιμνήστρα την ‘’ευφορία’’ του πορθητή της Τροίας, την έχει ήδη περιτυλίξει με το θανατερό δίχτυ του χαμού, που με ιδιαίτερη προσοχή έχει απλώσει γύρω του . H πρώτη συνάντηση Αγαμέμνονα-Κλυταιμνήστρας, είναι και η αρχής της πάλης ανάμεσα στον άντρα και στη γυναίκα. Ο λόγος της Κλυταιμνήστρας σ’αυτή τη σκηνή είναι ‘’μνημείο’’ υποκρισίας και δύναμης. Με εξαιρετική ένταση και έχοντας ‘’υπό το βλέμμα της’’, Αγαμέμνονα και χορό, για να παρακολουθεί τις αντιδράσεις τους, αρχίζει  με πρώτο στόχο να παρουσιάσει τον εαυτό της πόσο δυστυχισμένη ήταν όλο τον καιρό που αυτός ήταν στη Τροία…….
« ἄνδρες πολῖται, πρέσβος Ἀργείων τόδε/ οὐκ  αἰσχυνοῦμαι τους φιλάνορας τρόπους/λέξαι προς ὑμᾶς ,ἐν χρόνωι  δ’ ἀποφθίνει  / τό τάρβος ἀνθρώποισιν.  Ούκ ἄλλων πάρα/ μαθοῦς’ ἐμαυτῆς δύσφορον λέξω βίον/ τοσόνδ’ ὅσονπερ οὗτος ἦν  ὑπ’ Ἰλίων……                                                                                        
Πολίτες του Άργους, γέροντες σεβαστοί, /δε θα ντραπώ να πώ μπροστά σας τον έρωτα / που
νιώθω για τον άντρα μου σβήνει σιγά σιγά΄΄ κι’ο φόβος κι’ η ντροπή  / δεν έχω  κήρυκα,’ / μονάχη την αφόρητη θ’ αφηγηθώ ζωή μου, /όσον καιρό ήταν αυτός  στην Τροία πέρα………»
Με αφάνταστη υποκρισία παρουσιάζει θύμα τον εαυτό της που τόσα χρόνια ζούσε χωρίς τον άντρα της. και ο  καθένας την τρομοκρατούσε με ψεύτικες ειδήσεις . Με ξεχωριστεί ευστροφία του αναφέρει  ότι γι’αυτό και αναγκάστηκε να στείλει τον Ορέστη στο φίλο τους Στρόφιο από τη Φωκίδα για να τον σώσει       «……….που μου προφήτευσεν αμφίστομα/δεινά, τον πιθανό δικό σου κίνδυνο στην Τροία/ή μήπως  αναρχία του λαού, φωνές κι’αντάρα/ την γερουσία γκρεμίσει. Είναι στη φύση των θνητών πιότερο να ποδοπατούν αυτόν που πέφτει κάτω/ Μια τέτοια πρόνοια, θαρρώ, δεν κρύβει δόλο…….»
Με συγκεντρωμένη όλη την υποκριτική της δύναμη θα συνεχίσει το λόγο, παρατηρώντας τον εντατικά ,για να δει τις αντιδράσεις του όταν με πάθος εκφράζει την πλέρια αφοσίωσή της σ’ αυτόν «………………………………………στα όνειρά μου μέσα /πετιόμουν από τον ανεπαίσθητο του κουνουπιού/  το βόμβο βλέποντας πάθη να τραβάς περσότερα / από την ώρα που βαστούσε ο ύπνος στο κρεβάτι.(και με υπερβολική έξαρση φωνάζει τραβώντας τις συλλαβές σε μάκρος ) υπέφερα τα πάνδεινα…….» Και σε συνέχεια σαν χείμαρρος  ξεχύνεται ο λόγος της απελευθερωμένος ,δήθεν από το άγχος και με εκπληκτική ταχύτητα και αυξάνουσα  ευφορία  φωνάζει «…..μα τώρα που ξαστέρωσε,/ ο νούς μου/θα πω τον άντρα αυτόν σκύλο της πύλης,/ της σωτηρίας άγκυρα, γερό δοκάρι της σκεπής / καμάρι του γονιού , μοναχοπαίδι/ανέλπιστη στεριά στον θαλασσοδαρμένο / λαμπρή καλοκαιριά μετά την καταιγίδα /νερό πηγής στον διψασμένο ταξιδιώτη. /  (με άφθαστη δήθεν ευτυχία συνεχίζει) Αναγαλλιάζεις όταν ξεγλιστρήσεις από το βάρος της ανάγκης………» Φτάνει στο σημείο που πρέπει να τον πείσει να πατήσει πορφυρόστρωτη στράτα στο δρόμο του προς το παλάτι ,τιμή που μόνο οι θεοί αξίζουν. Τον πλησιάζει ,κοιτώντας τον έντονα και με ‘’ερωτική’’ δήθεν διάθεση     του ψυθιρίζει «….και τώρα φως των ομματιών ,κατέβα/απ’ το άρμα αυτό χωρίς το χώμα να πατήσει /το πόδι σου, βασιλιά μου, της Τροίας πορθητή…..» Και παρατηρώντας τον συνεχώς,  φωνάζει  στις δούλες , να στρώσουν  τα πορφυρά χαλιά όπως τις είχε διατάξει και να γίνει πορφυρόστρωτη η στράτα ,και τελειώνει με τον διφορούμενο λόγο της «……..κι η Δίκη να τον πάει στο δώμα το αναπάντεχο./ Τ’ άλλα η ακοίμητη έγνοια μου , με των θεών τη χάρη, /θα τα τελέσει κατά το δίκαιο και κατά το γραμμένο.  Τά δ’ ἄλλα φροντίς οὐχ ὕπνωι νικωμένη/θήσει δικαίως σύν θεοῖς εἱμαρμένα»  ‘’…Θα τα τελέσει κατά το δίκαιο και κατά το γραμμένο’’ Υπονοεί ό,τι πρόκειται να πράξει το επιβάλει το ‘’δίκαιο’’; Εκ των προτέρων δικαιώνει την πράξη που πρόκειται να κάνει και έτσι απαλλάσσει τον εαυτό της  από κάθε ενοχή; Η  απάντηση θα δοθεί από την ίδια ,μετά το φόνο.
Ο Αγαμέμνων φοβούμενος την μήνη των θεών αρνείται να πατήσει την πορφυρόστρωτη τη στράτα γιατί όπως λέει, τέτοιες τιμές αρμόζουν μόνο σε θεούς.
Η σκηνή που ακολουθεί είναι σαν ένας αγώνας ανάμεσα στον άντρα και τη γυναίκα
Σ’ αυτή τη σκηνή ο Αγαμέμνων με επιχειρήματα υποστηρίζει ότι δεν πρέπει να περπατήσει πάνω στην πορφυρόστρωτη στράτα . Ποιο συνετός, προσεκτικός, λογικός προσπαθεί ν’ αποφύγει τον πειρασμό «…….Είμαι θνητός και δεν ταιριάζει να πατώ / χωρις το φόβο του θεού σε πλουμιστά στολίδια./Θέλω σαν άνθρωπο, όχι σαν θεό να με τιμάτε /διαλαλείται η φήμη μας χωρίς πλουμίδια και χαλιά/ Η σωφροσύνη, ιδού το μέγα δώρο του θεού//Να μακαρίζεις πρέπει αυτό που τέλειωσε το βίο/ μέσα στην αρμονία της ευδαιμονίας./ Αν έτσι πάντα πράττω, δε θα φοβάμαι τίποτε»
Σε μια στιχομυθία ανάμεσα Αγαμέμνωνα-Κλυταιμνήστρας νικάει το θήλυ. Η Κλυταιμνήστρα ένα ένα καταρρίπτει τα  αρνητικά επιχειρήματα του Αγαμέμνονα. Δεν είναι μπορετό ν’ αφηγηθείς αυτή τη στιχομυθία τη μεταφέρω αυτούσια
ΚΛ—Μην πείς πως θ’ αρνηθείς τη χάρη που ζητάω
ΑΓ—ξέρεις την απόφασή μου δεν αλλάζω.
ΚΛ---φοβήθηκες κι’ έταξες στους θεούς να μη το κάνεις;/
ΑΓ—Όσο κανένας ξέρω καλά τι λέω και τι κάνω
ΚΛ==κι’ ο Πρίαμος τι θα΄ κανε, θαρρείς σαν θα νικούσε;
ΑΓ—φως φανερό, θα περπατούσε σε πλουμίδια
ΚΛ—Να μην ντραπείς  λοιπόν του κόσμου την καταλαλιά
ΑΓ—Όμως μετράει πολύ και του λαού η γνώμη
ΚΛ—τον άνθρωπο που δεν φθονούν μη τον ζηλεύεις
ΑΓ-Δε στέκει να ποθεί γυναίκα την αμάχη
ΚΛ—(πολύ κοντά του με δήθεν ηδυπαθή φωνή) Κι’ ο τέλειος άντρας πρέπει να νικιέται πότε πότε
ΑΓ- Τό  ‘βαλες πείσμα να νικήσεις με τα λόγια
ΚΛ—(σχεδόν ψυθιριστά ) Πείσου και πάλι εσύ νικάς, όταν μου κάνεις χάρη .
Η γυναίκα νίκησε ο πορθητής της Τροίας ανυποψίαστος  δηλώνει ότι θα πατήσει στις πορφύρες και ελπίζει , από ψηλά κανένας θεός να μην του ρίξει ‘’φθόνου βλέμμα’’
Πριν αποχωρίσει της ζητάει να φερθεί καλά στην Κασσάνδρα το δώρο του στρατού ‘’λουλούδι διαλεχτό ταξίδεψε μαζί μου’’  και με σταθερή αποφασιστική φωνή, που θα την ακούσουμε για τελευταία φορά λέει «Έγινε το χατίρι σου κι’ άλλαξα γνώμη/θα μπω στ’ ανάκτορα πατώντας στις πορφύρες»
Η γυναίκα νίκησε, σκυμμένη, τον συνοδεύει  με  υπερβολικό ενθουσιασμό, υμνώντας  τον «…………………………….ότι είναι δρόσος του σπιτιού ο άντρας που γυρίζει..» Όταν πια μπεί στο παλάτι ο πορθητής της Τροίας η Κλυταιμνήστρα αισθάνεται ύστερα από την πρώτη της νίκη, ότι έχει υψωθεί προς τη ‘’ΘΕΙΑ ΔΙΚΗ’’ και σαν ίση προς τον Δία κραυγάζει « ω τέλειε Ζευ δώσε τέλος καλό στις ευχές μου. Μέλημά σου να τελέσεις  ό, τι μέλλεται—Ζεῦ ζεῦ τέλειε, τάς ἐμάς εὐχάς τέλει,/μέλοι δε τοί σοί τῶνπερ ἄν μέλληις τελεῖν»
Όλα έχουν γίνει  όπως τα είχε προγραμματίσει η κυρίαρχη του παλατιού. Ο πορθητής της Τροίας νικήθηκε από τη δυναμική Κλυταιμνήστρα και με το αίσθημα της νίκης θα ετοιμάσει και θα εκτελέσει αυτή ‘’τη θυσία του τέλειου άντρα αντιχάρισμα για τις Ύβρεις του’’
Δύο διαφορετικά άτομα και ξένοι ο ένας προς τον άλλον συναντήθηκαν για τελευταία φορά στη ζωή.
Όταν ο Αγαμέμνων και η Κλυταιμνήστρα μπούν στο παλάτι, στη σκηνή μένει η Κασσάνδρα  κουλουριασμένη σε μια γωνιά αμίλητη, και ο χορός   
                                      ΧΟΡΙΚΟ
Οι γέροντες του χορού είναι ανήσυχοι. Παρ’ όλο που βλέπουν το γυρισμό των νικητών ο τρόμος κάνει την καρδιά τους να πεταρίζει.
Τάχα τί νά  ‘ναι τί
αυτός ο τρόμος που αιωρείται στανικά
και στην αλαφροΐσκιωτη καρδιά μου
πεταρίζει; κάποιος ψαλμός μαντικός
ακάλεστος κι ’απλήρωτος εντός μου αναδεύει.
να τον ξορκίσω δεν μπορώ σαν τα δυσοίωνα όνειρα.
Γιατί στο βυθό της ψυχής
φιλικά δεν θρονιάζεται το πειθήνιο θάρρος;  
Προσπαθούν να διώξουν τις δυσοίωνες προαισθήσεις  λέγοντας παρ’ όλο που βλέπουν το γυρισμό των νικητών, εξακολουθούν να αισθάνονται ν’ ανεβαίνει μέσα απ τη ψυχή τους , «…………της  Ερινύας το μοιρολόι/που δεν σταλάζει το γλυκύ το θάρρος της ελπίδας ……» Συνεχίζουν το λόγο τους περνώντας σε γενικότερες σκέψεις,
Η ευτυχία των ανθρώπων
που με γεμάτα τα πανιά αρμενίζει
τσακίζεται στον ύφαλο μια μέρα.
Αν όμως δεν διστάσει να πετάξει
στη θάλασσα μερίδιο της πραμάτειας,
το φορτωμένο πλούτη σπιτικό του
δε θα ρημάξει σύρριζα κι ’ούτε το σκάφος θα βουλιάξει



Αν μια φορά χυθεί στη γη μαυρο το αίμα
σκοτωμένου, ποιος θα βρεθεί

με ξόρκια να τον αναστήσει;οντας ‘

Τάχα δε στόμωσε ο Ζεύς
τις βλαβερές τις τέχνες
εκείνου που ανάσταινε νεκρούς;
Αν οι θεοί δεν είχα τάξει
τη μοίρα του ενός στη μοίρα πλάι του άλλου
κι’αν των ορίων την υπέρβαση δεν εμπόδιζαν
τότε θα πρόφταινε τη γλώσσα η καρδιά
και θα ξεχείλιζε ότι κρατεί κρυμμένο.
τώρα στο σκότος η καρδιά μου βογγά,
πονεί βαθειά και δεν ελπίζει
ότι θάρθει καιρός που θα φουντώσει
μέσα στο νού το φως της ζωντανής πυράς. νῦν δ’ ὑπό σκοτώι βρέμει/θυμαλγής τε καί οὐδέν έπελπομέ-/να ποτέ καίριον ἐκτολυπεύσιν/ζωπορουμένας φρενός»
ένα χορικό γεμάτο πόνο θλιβερές παραισθήσεις και προαισθήματα σαν να ετοιμάζει την ατμόσφαιρα του φόνου.
όταν τελειώσει το χορικό, ο ποιητής παρεμβάλει, πριν από το φόνο του βασιλιά, ένα επεισόδιο με άλλο ένα θύμα του πολέμου ‘’εκδικητή’’ την Κασσάνδρα τη μάντισσα, που την έχει φέρει ο Αγαμέμνονας από την Τροία σαν ερωμένη του .

                             ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ, ΧΟΡΟΣ

Όταν τελειώσει το χορικό εμφανίζεται η Κλυταιμνήστρα που βρίσκεται σε κατάστασή εγρήγορσης    διατάζει την Κασσάνδρα  να κατεβεί απ’το άρμα και να μπεί στο σπίτι . Όμως η Κασσάνδρα εξακολουθεί να είναι κουλουριασμένη πάνω στο άρμα χωρίς να μιλάει παρά τις προσπάθειες της Κλυταιμνήστρας.  Η Κλυταιμνήστρα που δεν έχει μάθει όταν ρωτάει να μην της απαντάν , χάνει την υπομονή της  και φεύγει λέγοντας «……..άλλο δεν θα ταπεινωθώ μιλώντας στον αέρα»
                                    ΧΟΡΟΣ   ΚΑΣΣΑΝΔΡΑ
Όταν φύγει η Κλυταιμνήστρα η Κασσάνδρα σπάει τη σιωπή της και με σπαραχτικές κραυγές απευθύνεται στον Απόλλωνα . Ο Απόλλων την είχε ερωτευτεί και της έδωσε μαντική δύναμη .Αλλά η Κασσάνδρα ,ενώ είχε συγκατανεύσει να γίνει δική του, αθέτησε το λόγο της και ο Απόλλων τη καταράστηκε να προφητεύει αλλά να μην τη πιστεύουν . τώρα μέσα σε μαντική έξαρση βλέπει όλα τα εγκλήματα της γενιάς των Ατρειδών. Τα θυέστεια δείπνα μέσα σε προφητικούς σπασμούς κραυγάζει προς το χορό ότι σε λίγο θα δεί το φόνο του Αγαμέμνωνα και το δικό της . ο θρήνος της για την καταστροφή της πατρίδας της είναι σπαραχτικός «…Ώχου του Πάρη γάμοι, γάμοι αλίμονο,
Όλεθροι του σπιτιού μου,
Ώχου νερά του Σκάμαντρου, πατρίδα μου.
Η δύσμοιρη, στις όχθες σου σας μεγάλωσα
Οι όχθες σας με θρέψαν τότε.
Τώρα στον Κωκυτό στις όχθες του Αχέροντα
Γοργά χρησμούς θα ψάλλω
……………………………………
Βάσανα και καημοί της πόλης μου
Που σύρριζα ρημάχτηκε, ώχου
Ώχου θυσίες του πατέρα στις επάλξεις
Κι’ώχου μυριάδες τα κοπάδια της σφαγής.
Δεν φέραν γιατρειά
Και δεν γλιτώσανε την πόλη απ’τα δεινά
Κι’εγώ θα σπαρταρώ γοργά ζεστή στο χώμα .
 Απομεινάρι από μια καταστραμμένη χώρα,  είναι υποχρεωμένη να υποκύπτει στις ερωτικές απαιτήσεις αυτού που κατάστρεψε και σκλάβωσε την πατρίδα της. Φερμένη σε μια ξένη χώρα θα βρεί το θάνατο. Η  μαντική  ιδιότητα, που τις χάρισε ο Απόλλων, την κάνει ικανή να δεί το φόνο του Αγαμέμνονα και το δικό της ,και σε έξαλλη κατάσταση κράζει: Τι τα κρατώ, τι τα φορώ τούτα τα μπαίγνια/ τα σκήπτρα και τα μαντικά στεφάνια στο λαιμό;/Εσένα πριν πεθάνω, θα σε σπάσω, να πας στ’ ανάθεμα./Έτσι θα σ’ ανταμείψω, χώμα θα φας. Να πας / και να στολίσεις άλλο χαμό αντίς για το δικό μου…….» Πριν μπει στο παλάτι που ξέρει ότι την περιμένει ‘’να σύρει πρώτη του θανάτου το χορό…….» λέει με καρτερικότητα το στερνό της λόγο.
«Θέλω να πω το λόγο το στερνό, κι’ όχι
δικό μου θρήνο. Στον ύστατο εύχομαι του ηλίου φως,
οι τιμωροί των εχθρών να μην ξεχάσουν
και τους δικούς μου φονιάδες να πληρώσουν
που σκότωσαν μια σκλάβα, σπουδαίο κατόρθωμα.
Αλίμονο στη μοίρα των ανθρώπων. Η ευτυχία του
σαν τη σκιά και σαν υγρό σφουγγάρι
η δυστυχία τους περνά και τη γραφή σαρώνει.
η μια χειρότερη απ’ την άλλη. Τους σπλαχνίζομαι»
Η σκηνή με την Κασσάνδρα αποπνέει πόνο. νεανική  τρυφερότητα  και η κατάληξη των λόγων της, είναι ο λόγος του χορού για τη μοίρα των ανθρώπων  που ποτέ δεν ξέρουν τι τους επιφυλάσσει η ζωή.
«Οι άνθρωποι δεν την χορταίνουν
την ευτυχία, κανείς δε σηκώνει το δάχτυλο
και κανείς δεν της φράζει τη πόρτα
φωνάζοντας: μην μπαίνεις πια στο σπίτι μου.
( ύστερα από μια σιωπή-συνεχίζει συμπονετικά)
Έδωσαν οι θεοί και κούρσεψεν αυτός
την πόλη του Πριάμου.
Με τιμές θεϊκές επιστρέφει στο σπίτι.
αν τώρα πληρώσει το αίμα που χύθηκε πριν
κι’αν άλλους νεκρούς θα πληρώσει πεθαίνοντας
κι’αν άλλων θανάτων το χρέος πίσω του σέρνει
ποιος άνθρωπος αυτά θ’ ακούσει και θα πεί
πως δεν γεννήθηκε σημαδεμένος»
Επανέρχεται το αγωνιώδες ερώτημα: πότε θα τελειώσει αυτή η μανία του αλληλοσφαγής. Τώρα τα θύματα είναι μες στο παλάτι με τον ‘’θύτη’’
Μια θανατερή σιωπή αναμονής και ξαφνικά ακούγονται οι απελπισμένες κραυγές του πορθητή της Τροίας που με το τσεκούρι τον χτυπάει αλύπητα η γυναίκα του. Ο χορός ταραγμένος , αμήχανος,  και διχασμένος για τον τρόπο που πρέπει ν’ αντιδράσουν.  Τελικά δεν καταφέρνουν να συνεννοηθούν και αποφασίζουν  να περιμένουν να δουν ‘’ξεκάθαρα τι έπαθε ο Ατρείδης’’  
Μια ομάδα ανθρώπων που δεν μπορούν να συνεννοηθούν για κοινή δράση. Δεν είναι τυχαίος αυτός ο σύντομος διάλογος ανάμεσα στα μέλη του χορού. Είναι πρόθεση του ποιητή να δείξει πως μια ομάδα είναι αδύνατο να πάρει μια συλλογική απόφαση ή μήπως πρέπει να υποθέσει κανένας ότι ο χορός δεν πρέπει να επέμβει για ν ’αποτρέψει την εξέλιξη του δράματος όπως την έχει προκαθορίσει ο ποιητής.
Οι κραυγές του Αγαμέμνονα,  που με πάθος  αλύπητα τον χτυπάει η γυναίκα του, θυμίζουν αυτό, που πριν από λίγα ,αμήχανα, εξέφρασε ο χορός.  «………αν τώρα πληρώσει το αίμα που χύθηκε πριν……….» Η ροή του αίματος  στον οίκο των Ατρειδών περνάει από γενιά σε γενιά…
Ο  φόνος της Κασσάνδρας και του Αγαμέμνονα τέλειωσε όπως τον είχε προετοιμάσει η Κλυταιμνήστρα.
Τα πρόσωπα της τραγωδίας   απαλλαγμένα από τον λόγο τον ‘’αμφίσημο’’ τον ‘’παραπλανητικό’’ τον ‘’υποκριτικό’’ μπορούν πια τώρα να λένε την αλήθεια.

ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ,  ΧΟΡΟΣ

Πρώτη, πρώτη η Κλυταιμνήστρα. που χωρίς βοηθό, μονάχη της, ‘’έσφαξε’’ τον ‘’τέλειο άντρα’’. Στέκεται, αγέρωχη, ψύχραιμη,  ενώ μπροστά της κείτονται τα πτώματα του Αγαμέμνονα και της Κασσάνδρας και σαν απελευθερωμένη αρχίζει το λόγο της  και ομολογεί.  «πολλῶν πάροιθεν καιρίως εἰρημένων/ τἀναντί ’εἰπεῖν οὐκ ἐπαισχυνθήσομαι…….Άλλα είπα πρίν ανάγκης λόγια./ Δε θα ντραπώ να πω τα ενάντια τώρα…….» Με απόλυτη ‘’ειλικρίνεια’’ ομολογεί γιατι έπρεπε να κάνει τον Αγαμέμνονα να πιστέψει ότι είναι φιλική προς αυτόν. Το σχέδιο το είχε προετοιμάσει από καιρό .   πλέοντας μέσα σε πελάγη ευτυχίας και ηδονής περιγράφει πως έκανε το φόνο και απολαμβάνοντας κάθε ‘’συλλαβή’’ αρχίζει :Μ’ ένα δίχτυ πυκνό σαν των ψαριών τον τυλίγω. /φόρεμα πλουμιστό θανάτου δυο φορές τον χτυπώ /βογγάει δυό φορές λυθήκαν οι αρμοί του, σωριάζεται / στο πάτωμα και τον χτυπώ Τρίτη φορά. / Ταμένη προσφορά στο Δία σωτήρα / που προστατεύει τους νεκρούς στον κάτω κόσμο…..» Το τι αισθάνθηκε όταν τον είδε να πέφτει νεκρό και να ρέει το αίμα του, ξεπερνάει τα ανθρώπινα όρια  «…….Πεσμένος κάτω την ψυχή ξερνά /και πετιέται ψηλά το αίμα σκοτωμένο/με βρέχει με μαύρες ψιχάλες δροσιάς κι’ ευφραίνομαι. /Δεν χαίρεται λιγότερο ο σπόρος του σταριού/
Καθώς με τη βροχούλα του θεού φουσκώνει………….»
Παγωμένος ο χορός από την έκρηξη μίσους της για τον Αγαμέμνονα  ψυθιρίζει ότι ‘’θαυμάζει το αχρείο της στόμα που κομπάζει πάνω στο πτώμα του άντρα της.
Δεν αργεί να περάσει στην επίθεση, όταν ο χορός της λέει ότι έχει φορτωθεί τις κατάρες του λαού  και ότι θα τριγυρνάει εξόριστη, εξαγριωμένη γι΄αυτή την παρατήρηση του χορού θυμίζει ότι κανένας δεν   αντιστάθηκε όταν ο Αγαμέμνονας τόλμησε να θυσιάσει «……….την κόρη μου, τον πιο γλυκό της γέννας μου / τον πόνο, για να γητέψει τον Θρακιώτη άνεμο. /δεν έπρεπε από τη χώρα να τον διώξετε/ για να πληρώσει πράξη μιαρή……..»
Ο χορός επιμένει ότι θα πληρώσει γι’ αυτή την πράξη της ,και η Κλυταιμνήστρα επικαλείται συνεχώς την Ιφιγένεια για να δικαιωθεί για τους φόνους που έπραξε και θριαμβευτικά κράζει
«..κατάχαμα της γυναικός του ο χαλαστής,/ / ο παρηγορητής των Χρυσηίδων μες στην Τροία.
/κι’ αυτή εδώ η σκλάβα η μάγισσα,/προφήτισσα , παρακοιμωμένη του, /πιστή ερωμένη του που εβούλιαξε μαζί του τρίβοντας/της κουπαστής τα ξύλα. Πληρώσαν ίσια κι όμοια……μου την κουβάλησε με το στανιό/στις ηδονές του κρεβατιού γλυκό προσφάι……»  Σαν να ζητάει κάποιο στήριγμα, αναφέρει το δεσμό της με τον Αίγισθο, που σαν και πρώτα την αγαπάει και είναι του θάρρους της  μεγάλη ασπίδα……………………………..Όταν  όμως ο χορός αναφέρει
«……….Του  φόνου την πληγή με φόνου πληγή  θα πληρώσεις………..Ω,  δαίμονα ,που κάθησες βαρύς στα δώματα/και στους διπλούς επάνω Τανταλίδες, /από τις γυναίκες τις ισόψυχες αντλείς τη δύναμή σου…………………………….δίνεις και παίρνεις. Σκοτώνεις και σκοτώνεσαι./Υπάρχει νόμος ,όσο κρατεί καλά /ο θρόνος του Διός: θα πάθεις ό, τι πράξεις. /ποιος θα ξερίζωνε το σπόρο της κατάρας απ’το σπίτι;/Γενιά και   συμφορά κολλήσαν αξεδιάλυτα ………………………..»
Αυτός ο λόγος του χορού μπαίνει βαθιά στο είναι της Κλυταιμνήστρας και αρχίζει μια διεργασία μέσα της διαφορετική.  Γίνεται αργά η συνειδητοποίηση ότι είναι όργανο στα χέρια της μοίρας :’’’σκοτώνεις και σκοτώνεσαι’’ σαν απειλή για τη ζωή της ηχεί βαθιά μέσα της ο λόγος του χορού  και με φωνή απομακρυσμένη, μη ρεαλιστική,

 σαν να επαναλαμβάνει κάτι το αναπόφευκτο, ψυθιρίζει:
Το λες και ξαναλές πως έκανα την πράξη εγώ,
γιατί θαρρείς ακόμα
πως είμαι η γυναίκα του Αγαμέμνονος.
Μα πήρε τη μορφή της γυναικός του
ο παλαιός δριμύς Αλάστωρ, ο δαίμων της εκδίκησης
του φοβερού συνδαιτυμόνα του Ατρέως
και πρόσφερε τον ώριμο τον άντρα
θυσίας αντιχάρισμα για τα σφαγμένα βρέφη»
Στο λόγο τη δεν φαίνεται να μετανιώνει για την πράξη της. Πιστεύει ότι είχε ιερό καθήκον να τιμωρήσει το φονιά της κόρης της ,που ακόμα θρηνεί για το χαμό της. «…..και το βλαστάρι μου που πέταξε από τη ρίζα του,/την πολυδάκρυτη Ιφιγένεια/που ανάξια της φέρθηκε κι’ αντάξια τώρα πάσχει,/ στον Άδη ας μην το καυχηθεί. / Πρώτος ξεκίνησε τα κρίματα, / και τα ξοφλά με του θανάτου το τσεκούρι»
Πριν κλείσει ο ποιητής αυτή τη σκηνή ακόμα μια φορά βάζει το μεν χορό να κραυγάζει
«Αμήχανος στέκω κι ο νούς μου στείρος
δεν μεριμνά και δεν γεννά.
Που να στραφώ γκρεμίζεται το σπίτι.
Τρέμω το χτύπο της αιμάτινης βροχής
που δέρνει τα θεμέλια. Θα πάψουν κάποτε
να μας μουσκεύουν οι ψιχάλες των αιμάτων;
Η Δίκη τροχίζει στο ακόνι της Μοίρας το ξίφος
καινούργια ζητώντας εκδίκηση…………………..
………………………………………………………»
Και την Κλυταιμνήστρα
«Όμως εγώ με των Πλεισθενιδών
το δαίμονα να κλείσω θέλω συμφωνία.
Τ’ αβάσταχτα δεινά θα τα σηκώσω, θα τα δεχτώ.
Στο μέλλον όμως να φύγει
απ’ το σπίτι κι ’άλλη γενιά
να πάει να λιώσει με φονικά συγγενικά.
Ας ήταν  νά   ΄χα πιο μικρό μερίδιο απ’το βιός μου,
θα μου ήταν αρκετό, φτάνει να διώξω
απ’ το παλάτι τη μανιασμένην αλληλοσφαγή»
Σιγά σιγά ο λόγος του χορού την σπρώχνει σε μια εσωτερική αλλαγή. ‘’ σκοτώνεις και σκοτώνεσαι’’ και ‘’η Δίκη τροχίζει στο ακόνι της Μοίρας το ξίφος καινούργια ζητώντας εκδίκηση ,θα είναι από δω και μπρός ο μόνιμος βραχνάς της ζωής της.
Μια Κλυταιμνήστρα ‘’αλλαγμένη’’ αλλά όχι ‘’μετανιωμένη’’.

ΑΙΓΙΣΘΟΣ,  ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ,  ΧΟΡΟΣ

Έρχεται ο Αίγισθος . Έχει μάθει για το θάνατο του Αγαμέμνονα και είναι κατενθουσιασμένος γιατί επιτέλους πλήρωσε ο Ατρείδης . Από τα θυέστεια δείπνα γλύτωσε αυτός, γιατί τότε ήταν ακόμα μωρό. Είναι ανατριχιαστική  η περιγραφή που αφορούν τα ‘’Θυέστεια δείπνα’’.Ο Ατρέας μετά την πράξη του έστειλε εξορία τον αδερφό του Θυέστη μαζί με τον μικρό Αίγισθο.Τώρα αισθάνεται δικαιωμένος και με περηφάνεια διαλαλεί πως αυτός οργάνωσε τη σφαγή του Ατρείδη . ο χορός τον αντιμετωπίζει μ’ εχθρότητα και τον απειλεί ότι γρήγορα θα έρθει ο Ορέστης.   «…Κάπου θα βλέπει το φως της μέρας ο Ορέστης /΄όταν εδώ σαν την καλή την ευχή θα γυρίσει,/θα γίνει και για τους δυό σας ανίκητος φονιάς»
Η αναφορά στον Ορέστη είναι σαν μια προαναγγελία του δεύτερου μέρος της τριλογίας ‘’ΧΟΗΦΟΡΟΙ’’
Ο Αίγισθος γίνεται έξω φρενών με την αναφορά ότι θα γυρίσει ο Ορέστης και ετοιμάζεται να χτυπηθεί με όπλα με το χορό. Όμως επεμβαίνει ή Κλυταιμνήστρα μ’ένα διφορούμενο λόγο
«Οι συμφορές που σπείραμε, καλέ μου, φτάνουν, /πολλή συγκομιδή, φριχτός ο θερισμός/σωρός οι πόνοι, φτάνουν τα αίματα που χύθηκαν /Γέροντες σεβαστοί, πηγαίνετε σπίτι, στη μοίρα υποταχτείτε πριν κακοπάθετε. Ηταν γραφτό να γίνουν όλα./Αν ήταν να τελειώσουν τα δεινά , θα το δεχόμουν./ Μας χτύπησε βαριά η οπλή του δαίμονα της δυστυχίας,/ Έτσι είναι ο λόγος της γυναίκας κι’αν τ ’αξίζει, τον ακούς»
Ο λόγος του χορού ‘’σκοτώνεις και σκοτώνεσαι’’  ‘’Η Δίκη τροχίζει στο ακόνι της Μοίρας το ξίφος’’ θα αναστατώνει την ψυχή της στο υπόλοιπο χρόνο της ζωής της.
Η διένεξη χορού  Αίγισθου συνεχίζεται, ο χορός συνεχίζει να τον απειλεί με τον ερχομό του Ορέστη, και η Κλυταιμνήστρα συνέρχεται από τις μαύρες σκέψεις  κλείνει το τέλος της τραγωδίας λέγοντας στον Αίγισθο « Μη συνερίζεσαι τ’ ανόητα γαυγίσματά τους.// Εγώ κι’ εσύ θα κυβερνήσουμε με τάξη το παλάτι»
Ο Αισχύλος από τις σπάνιες φορές μας δείχνει την εσωτερική αλλαγή που γίνεται στο εσωτερικό ενός προσώπου χωρίς όμως ν’ αλλάξει  το χαρακτήρα του .
Αυτή η αλλαγή που έχει γίνει στην Κλυταιμνήστρα χωρίς όμως να μετανιώνει για όσα έπραξε τη βυθίζει σε απελπισία και τρόμο για το τι πρόκειται να συμβεί στο μέλλον.

Με την αποχώρηση της Κλυταιμνήστρας και του Αίγισθου τελειώνει το πρώτο μέρος  της τριλογίας .

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου