Δευτέρα 23 Μαρτίου 2015

ΕΥΜΕΝΙΔΕΣ

                           ΕΥΜΕΝΙΔΕΣ
              Μετάφραση Κ.Χ. ΜΥΡΗΣ
                  
 ΤΟ ΤΡΙΤΟ ΜΕΡΟΣ της ΤΡΙΛΟΓΙΑΣ   ‘’ΟΡΕΣΤΕΙΑ’’

                  
           

Αργά και με μεγάλη προσοχή αρχίζω να μπαίνω στο τρίτο μέρος αυτής της κοσμογονικής  τριλογίας ΟΡΕΣΤΕΙΑ,  στις ‘’ΕΥΜΕΝΙΔΕΣ. Η κατάληξη μιας κοσμογονικής πορείας που έχει να κάνει με τη μοίρα του ανθρώπου ,με τις συγκρούσεις μεταξύ ανθρώπων, ,μεταξύ κοινωνικών αντιλήψεων, με τις αλλαγές στο κοινωνικό επίπεδο, με παλιούς και καινούργιους κοινωνικούς όρους διαβίωσης των ανθρώπων. Σκοτώνεις και σκοτώνεσαι. Αυτό τελικά για τον τιτάνα του τραγικού λόγου ,τον Αισχύλο, δεν πρέπει να ισχύσει και σαν κατάληξη του ματωμένου οίκου  των Ατρειδών  είναι οι ΕΥΜΕΝΙΔΕΣ. Σε όλη τη δραματουργική του δημιουργία καταδικάζει τη βία . Σκοτώνεις; Δικάζεσαι  «….Οι περιπέτειες , όπως γράφει ένας μελετητής της Αισχύλειας τέχνης, της γενιάς των Ατρειδών ανασκοπικά φαίνονται σαν το πεδίο μάχης της ανθρώπινης προόδου.» Έτσι ξεκινώντας το τρίτο και τελευταίο μέρος αυτής της ανεπανάληπτης Αισχυλικής δημιουργίας έχουμε την αίσθηση ότι η σύγκρουση έχει πια φτάσει στα όριά της


                                             ΠΡΟΛΕΓΌΜΕΝΑ

Οι Ερινύες στην Ελληνική μυθολογία ήταν χθόνιες   θεότητες που κυνηγούσαν όσους είχαν διαπράξει εγκλήματα κατά της ηθικής τάξης. Στη τραγωδία κυνηγάν  τον Ορέστη για το φόνο της μάννας του Κλυταιμνήστρας
Είναι η πρώτη φορά που επιχειρώ την αφήγηση αυτής της τραγωδίας. Μιας τραγωδίας όπου αθωώνεται αυτός που σκότωσε τη μάνα του και οι υποχθόνιες θεότητες που τον κυνηγάν για να τον συντρίψουν, τελικά ,με την επέμβαση της θεάς Αθηνάς μετατρέπονται από Ερινύες σε Ευμενίδες . Ένα έργο, όπου η πράξη φόνου ενός θνητού, γίνεται αντικείμενο διενέξεων μεταξύ θεοτήτων και διαφορετικών αντιλήψεων. Ένα δικαστήριο από θνητούς, που ιδρύει μια θεότης, θα βάλει τέλος σ’ αυτή τη διαμάχη και θ’ αποδώσει Δικαιοσύνη. Το σκοτώνεις και σκοτώνεσαι δεν  ισχύει. Σκοτώνεις; Δικάζεσαι Ο Αισχύλος εχθρός της βίας και  της αδικίας έστησε μια κοσμογονία που γκρεμίζει το βράχο της αδικίας ,των συγκρούσεων ανάμεσα στο παράλογο και στη σύνεση. Ας παρακολουθήσουμε το δρόμο της σκέψης του σ’αυτή τη τραγωδία  ΕΥΜΕΝΙΔΕΣ .
                                            ……………………………………
ΤΑ ΠΡΟΣΩΠΑ ΤΗΣ ΤΡΑΓΩΔΙΑΣ

ΠΡΟΦΗΤΙΣ
ΘΕΟΣ ΑΠΟΛΛΩΝ
ΟΡΕΣΤΗΣ
ΕΙΔΩΛΟΝ  ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑΣ
ΧΟΡΟΣ ΕΡΙΝΥΩΝ
ΘΕΑ  ΑΘΗΝΑ


Χώροι που εξελίσσεται η δράση είναι:1) Ο  Ιερός ναός των Δελφών.2) Η Αθήνα  στον Ιερό Βράχο του Άρειου Πάγου


                                               

                                        
                                                      ΠΡΟΛΟΓΟΣ

Η έναρξη, του τρίτου μέρους της τριλογίας ‘’ΕΥΜΕΝΙΔΕΣ’,’ είναι διαφορετική από αυτή των δύο πρώτων τραγωδιών (Αγαμέμνων, Χοηφόροι) όπου από την αρχή κυριαρχούσε το μίσος,  δυσοίωνες προαισθήσεις, πάθος για εκδίκηση, για απόκτηση εξουσίας, πόλεμοι ανάμεσα συγγενών και αιματοβαμμένοι φόνοι. Σκοτώνεις και σκοτώνεσαι φώναζε ο χορός στο πρώτο μέρος της τριλογίας ‘’ΑΓΑΜΕΜΝΩΝ’’
Εδώ η έναρξη της τραγωδίας ξεκινάει από τον ιερό ναό του Απόλλωνα στους Δελφούς.
                               
                                       Δ Ε Λ Φ Ο Ι    

                                          Μέσα στην ηρεμία του Δελφικού τοπίου και πριν καλά καλά ξημερώσει έρχεται η Προφήτις, του ιερού ναού των Δελφών,  για να κάνει την πρωινή της προσευχή, πριν μπεί στο ναό, για να εκτελέσει τα καθήκοντά της.
Βαδίζει με αργό και σταθερό βήμα και με φωνή γεμάτη σεβασμό στους θεούς, αρχίζει την προσευχή της, χωρίς να γίνεται καμιά αναφορά στα ματωμένα γεγονότα των άλλων δύο τραγωδιών
« Προσεύχομαι πρώτα στην πρώτη μέσα στους θεούς
τη μάντισσα τη Γαία και μετά στη Θέμη
που δεύτερη, καθώς μας ιστορούν, εκάθισε
σε τούτο το μαντείο της μάννας της. Τρίτη
κληρώθηκε και κάθισε η Τιτανίδα Φοίβη,
της γης η θυγατέρα, ελεύθερα αβίαστα..
Εκείνη το χαρίζει δώρο γενέθλιο στον Φοίβο,
που έχει για παράνομα το όνομα της  Φοίβης.
Άφησε αυτός τη λίμνη και της Δήλου τα κρημνά
και στις φιλόξενες ακτές αράζει της Παλλάδος,
μετά σ’  αυτή τη γη του Παρνασσού ήρθε να κατοικήσει.
Ανοίγοντας το δρόμο τα παιδιά του  Ηφαίστου,
ημερώνοντας την ανήμερη χώρα ,
τον συνόδεψαν ως εδώ και τον ετίμησαν πολύ.
Μες στην καρδιά του τον έβαλε ο λαός
κι’ ο βασιλιάς  Δελφός, του τόπου ο κυβερνήτης.
Ο Ζεύς με τέχνη μαντική του προίκισε το νου
και τέταρτο προφήτη αυτόν εγκαθιστά στο θρόνο.
Ο Απόλλων είναι προφήτης του πατρός Διός.
Σ’  αυτούς τους θεούς αφιερώνω την πρώτη προσευχή
αλλά και της Προναίας  Παλλάδος ζητώ τη μεσολάβηση,
δοξολογώ τις Νύμφες τις Κωρύκειες,
που δαίμονες και όρνεα φιλεύουν στη σπηλιά τους.
Δε λησμονώ πως στον τόπο δεσπόζει κι’ ο Διόνυσος,
απ’ τον καιρό που χόρεψε μπροστάρης των Βακχών
και κέντησε, σαν του λαγού, θάνατο στον Πενθέα.
Επικαλούμαι τις πηγές του Πλείστου, του Ποσειδώνα την ισχύ
και τον ύψιστον τέλειον Δία,
και κάθομαι στο θρόνο μου το μαντικό.
Ο θεός να ευλογήσει την είσοδό μου στο ναό
και πάλι σήμερα να μ’ αξιώσει.  Κι’ αν ήρθαν  Ελληνες,
να μπούν στον κλήρο για χρησμό κατά την τάξη.
Προφητεύω καθώς ο θεός με φωτίζει.»
Όταν τελειώσει τη προσευχή της η Προφήτισσα  προχωρεί για να μπεί στα άδυτα του ναού στό θρόνος της, όπου  κάθεται και προφητεύει. Ξαφνικά ταράζει την ηρεμία του Δελφικού τοπίου κραυγές τρόμου τη Προφήτισσας.

                         ΑΦΗΓΗΣΗ της ΠΡΟΦΉΤΙΣΣΑΣ

Με κομμένη την ανάσα  από τον τρόμο πετάγεται έξω από το ναό η  Προφήτισσα και λαχανιάζοντας  λέει ότι «……………………το σώμα μου διπλώθηκε στα δύο παράλυτο, με τα χέρια λακίζω, βαρίδια τα πόδια……….βλέπω έναν άντρα μαγαρισμένο / σε στάση ικεσίας γερτό, με χέρια αιματοράντιστα, /  με ξίφος γυμνό να κρατεί θαλερό / ελαιόκλαδο, σεμνά στεφανωμένο / με ταινίες μακριές άπό μαλλί λευκό………..
Στον άντρα μπροστά γυναικών τερατώδες κοπάδι/ / κοιμάται ξαπλωμένο στα στασίδια /  θαρρώ γοργόνες κι΄όχι γυναίκες…….μέσα στα μαύρα κι’ όλες μια σιχασιά. /  Ροχαλίζουν δυνατά ξεφυσώντας //κι’ απ’ τα μάτια τους τρέχει το σάπιο αίμα………………………….. / δεν αντάμωσα ποτέ τη φυλή τους /  ούτε ξέρω ποια χώρα καυχιέται πως έθρεψε / ατιμώρητα τέτοια φύτρα δακρύων …………Το μέλλον ας το πάρει στα χέρια του / ο Απόλλων, ο κύριος ο παντοδύναμος/ . Είναι μάντης και γιατρός και ξηγά τα σημεία και τέρατα./  Το κακό απ’ τα σπίτια των άλλων ξορκίζει»
Η  Προφήτισσα ταραγμένη από αυτό που είδε μέσα στο ναό, φεύγει γρήγορα με την πίστη ότι, ο μάντης, που ξηγά τα πάντα, θα βρει λύση.
 Θα μπορούσαμε να πούμε ότι η δράση σ΄ αυτό το δράμα  κινείται κυκλικά. Αρχισε με την ήμερη φωνή της Προφήτισσας χωρίς κατάρες και μίση, ακολουθεί όμως αμέσως , με ένα εκπληκτικά δυναμικό λόγο, μια ταραγμένη διαδρομή,  μίσους,  ,αντεγκλήσεων, εκφοβισμού, απειλών, βίας. ανάμεσα σε θεούς και  ένα μόνο θνητό,  και   θα κλείσει ο κύκλος της βίας, του μίσους, της εκδίκησης, με ηρεμία, συμφιλίωση με τον ορθό λόγο της θεάς Αθηνάς Όμως το τέλος αυτού του δράματος είναι και το τέλος ολόκληρης της τριλογίας  Εδώ ας θυμηθούμε αυτό που λέει ο χορός στο τέλος του δεύτερου μέρους της τριλογίας (ΧΟΗΦΟΡΟΙ) στον Ορέστη, ύστερα από το φόνο της μάνας του,
«Καλό σου κατευόδιο κι ο παντεπόπτης ο θεός
μακρόθυμος, καλύτερη να σου φυλάει μοίρα.
Ηταν αυτός ο χειμώνας ο τρίτος
που ξέσπασεν αλύπητος
και που ξεθύμανε απάνω στο παλάτι.
Ο πρώτος ήταν τα φρικτά
θυέστεια  δείπνα.
Ο δεύτερος, του βασιλιά τα πάθη,
που χάθηκε σφαγμένος στο λουτρό
των Αχαιών ο πολέμαρχος.
Τον τρίτο τώρα πάλι πως να τον ονοματίσω,
σωτήρα της ψυχής ή θάνατο;
Που θα τελειώσει, που θα σταθεί
και πως της Άτης η μανία θα μερέψει;»
Σ’ αυτό το προβληματισμό του χορού , ο ποιητής θα δώσει την απάντησή του με το τέλος του τρίτου μέρος της τριλογίας ‘’ΕΥΜΕΝΙΔΕΣ’’.  Στο μεταξύ μαίνεται η αντιπαράθεση ανάμεσα σε θεότητες  για την τύχη του ‘μητροκτόνου Ορέστη’’ που έχει ζητήσει καταφύγιο στον προστάτη του θεό , τον Απόλλωνα, στους Δελφούς , ο οποίος ,τον διαβεβαιώνει, ότι ως το τέλος θα μείνει φύλακας προστάτης του και δεν πρόκειται να φανεί μειλίχιος στους εχθρούς του
Του δείχνει τις Ερινύες….’’της  σιχασιάς  οι θυγατέρες, παλαιές, αρχαίες  γέννες, που δεν τις σμίγουν ποτέ / μήδ ’άνθρωποι, μηδέ θεοί, μηδέ θηρία, / γεννήθηκαν για το κακό και στο κακό βοσκούν /  στο σκότος και στα τάρταρα βαθιά στη γη, / μισητές στους θνητούς και στους θεούς του Ολύμπου…………..» Τις κοίμησε για να δώσει ευκαιρία στον Ορέστη να φύγει.
Τον συμβουλεύει να φύγει αμέσως  γιατί μόλις ξυπνήσουν θα τον πάρουν  στο κατόπι του . Να μην κουραστεί να τρέχει ώσπου να φτάσει πια στην πόλη της Παλλάδας , να πάρει  στην αγκαλιά του το παλαιό της άγαλμα και να περιμένει ώσπου να δικαστεί και θα βρεθεί διέξοδος να λυτρωθεί από τα βάσανα μια για πάντα
« …Εγώ σε πρόσταξα τη μάννα σου να σφάξεις…»
Ο Ορέστης με απόγνωση παρακαλεί τον Απόλλωνα «  Άναξ Απόλλων, γνωρίζεις το δίκιο. / Και μη μ’ εγκαταλείψεις, ξέρεις καλά /  πως μόνο η δύναμή σου τη σωτηρία μου εγγυάται»
 Ο Απόλλων όχι μόνο δεν θα τον εγκαταλείψει ,αλλά, του δίνει και τον αδερφό του Ερμή να τον προστατεύει στην περιπλάνησή του ,μέχρι να φτάσει στην Αθήνα.


                                   
                               ΜΕΣΑ ΣΤΟ ΝΑΟ ΤΟΥ ΑΠΟΛΛΩΝΟΣ
                       ΦΑΝΤΑΣΜΑ  της  ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑΣ


Ξαπλωμένες μέσα στο ναό βρίσκονται κοιμισμένες οι Ερινύες  και πότε πότε μουγκρίζουν άγρια. Πάνω από τις κοιμισμένες Ερινύες εμφανίζεται το φάντασμα της Κλυταιμνήστρας . Μιλάει αργά τραβώντας τις συλλαβές σαν να θέλει σε κάθε συλλαβή να εμφυσήσει τον πόνο της ,το παράπονό της.
« Κοιμάστε, κι ωιμένα, τι σας θέλω κι αν κοιμάστε /  Με ρίξατε στην καταφρόνια των άλλων νεκρών/  που δεν σταματούν τον κατάλαλο για το φονικό μου /  πλανιέμαι βουτηγμένη στην ντροπή. Το ξαναλέω / πως κάτω εκεί μου χτυπούν  συνεχώς τα κρίματά μου. /  Για μένα που τέτοια έπαθα δεινά απ’ τους δικούς μου /  και μ’ έσφαξαν αλύπητα τα μητροκτόνα χέρια/, κανένας θεός δεν οργίζεται   Για κοίτα τις πληγές μου και λυπήσου με…………σας έδωσα πολλά και γευτήκατε,/  χοές μελίρρυτες χωρίς τη μέθη του κρασιού / δείπνα στα ιερά νυχτέρια. Θυσίασα για σας /  στη σχάρα του βωμού σε ώρες μυστικής θυσίας.( Μήπως αυτά που λέει η Κλυταιμνήστρα για χοές μελίρρυτες κλπ. έχουν σχέση με την αμίλητη  παρουσία της  στο πρώτο μέρος της τριλογίας, κρατώντας αναμμένες δάδες να θυσιάζει;)/ Κιόλα τα βλέπω χάμω ποδοπατημένα. /  Πάει αυτός σαν ελάφι σας λάκισε / ακροπατώντας γλίστρησε μες απ’ τα δίχτυα / και σας περίπαιξε περιγελώντας.»Όταν το φάντασμα συνεχίζει να τις ερεθίζει και να ζητάει επιθετικά να ορμίσουν πάνω στον Ορέστη και
 να τον λιώσουν με την πύρινη λάβα  των σπλάχνων  τους, οι Ερινύες μισοκοιμισμένες  απαντούν με άγρια  μουγκρητά  και αλυχτήματα.  Όταν ξυπνήσουν , ο Ορέστης  έχει ήδη φύγει, κι’  αυτές αρχίζουν να κραυγάζουν  στριγκά. Ο λόγος των Ερινύων είναι δυναμικά εκφραστικός,  επιθετικός, γεμάτος μίσος και ενέργεια. 
.
                                     ΧΟΡΙΚΟ

« Ωλελέ μου κι ωλελέ μου πάθαμε φίλες
(και κρίμα στο μόχθο μας)
ανάκουστα πάθαμε πάθη, κι ωλελέ μου
ασήκωτα δεινά
Τρύπησε το δίχτυ, λάκισε το θύμα
ο ύπνος με γονάτισε κι΄ έχασα τη λεία .

Ω, γιέ του Διός, εσύ καλύπτεις την κλοπή
(νέος θεός και στις παλιές θεές πέρασες χαλινάρι)
τον ικέτη σέβεσαι, τον άθεο τον άντρα
και πίκρανε τη μήτρα που τον γέννα.
Είσαι θεός και φυγαδεύεις μητροκτόνο.
Ποιος θα το πεί πως τούτα είναι δίκια;

Ήρθε βαρύς ο ψόγος μέσα στ’ όνειρο
και σαν ηνίοχος τρυπούσε,
με μυτερό κεντρί,
μια στην καρδιά και μια στα σπλάχνα.
Σα δήμιος αδάμαστος
βαρύ το σύγκρυο, βαρύ με μαστιγώνει


Τέτοια τολμούν θεοί  νεότεροι
που κυβερνούν τα πάντα δίχως ζύγι,
θρόνος πασαλειμμένος φόβο
από τα νύχια ως τη κορφή
της γης ο ομφαλός, για δες πως πήρε και κρατεί
τη βλοσυρή κατάρα των αιμάτων

Είναι μάντης και μαγάρισε
το βωμό του ναού του
αυτός ,μοναχός και αυτόκλητος
παρά το νόμο των θεών τιμά θνητό
και τ’ αρχαία σύμβολα σβήνει.

Με ταπείνωσε μα δε θα σωθεί
ακόμη κι’ αν κρυφτεί στη γη,
ποτέ του δε  θα λυτρωθεί,
έχει το φόνο φορτωθεί κι’ απάνω σ ’άλλο
εκδικητή την κεφαλή θα σπάσει.
Το ξέσπασμα των Ερινύων είναι τρομακτικό. Οργή γιατι οι νεότεροι θεοί  καταπατούν το δίκιο . Το παράπονο της Κλυταιμνήστρας ‘’σαν ηνίοχος τρυπούσε, με μυτερό κεντρί μια στην καρδιά και μια στα σπλάχνα….’’ Ταπείνωση  δεν ανέχονται οι Ερινύες .Όπου κι’ αν πάει ο Ορέστης, είναι σίγουρες, ότι θα τον ανακαλύψουν.
Αρχίζει ένα άγριο κυνηγητό των Ερινύων για να βρούν το θύμα τους. Πριν ξεκινήσουν το κυνηγητό του Ορέστη, ο Απόλλων τις διατάζει να φύγουν από το ναό του.



                       ΑΠΟΛΛΩΝ,      ΕΡΙΝΥΕΣ
                        
Η πρώτη σφοδρή σύγκρουση ανάμεσα στον Απόλλωνα και στις Ερινύες γίνεται μέσα στο ναό.
Ο Απόλλων με άγριο και επιθετικό τρόπο διατάζει τις Ερινύες να αδειάσουν αμέσως το ναό του.
« Έξω να βγείτε γρήγορα, προστάζω, / απ’ το ναό μου, αδειάστε μου την μαντική την κόγχη / μη σε λαβώσει τ’ άσπρο φίδι το πετούμενο /  σαν θα τεντώσω το μαλαματένιο τόξο / θ’ αμολήσεις βογκώντας αφρό μελανό /  και το αίμα το πηγμένο που ρούφηξες θα ξεράσεις. /  Σε τούτο το ναό δεν πρέπει να σιμώνεται……………………..’»
Συνεχίζει ο Απόλλων το κατηγορητήριο εναντίον των Ερινύων . Ο κόσμος ,που περιγράφει ο Απόλλων  όπου ζουν και ευφραίνονται οι Ερινύες ,είναι τρομαχτικός.
Οι  ερινύες κατηγορούν τον Απόλλωνα  ότι αυτός είναι ένοχος γιατί χρησμοδότησε να σφάξει ο Ορέστης τη μάνα του.  Εχει όμως και ο Απόλλων τα επιχειρήματά του και αμέσως απαντάει «..Το αίμα του πατέρα του να πάρει πίσω….» Στη συνέχεια του διαλόγου οι μεν Ερινύες υποστηρίζουν ότι δεν κυνηγάν τη Κλυταιμνήστρα γιατι δεν έχυσε συγγενικό αίμα όπως ο Ορέστης. Ο Απόλλων υπερασπίζεται τον ιερό όρκο των αντρογύνων
«…………………Μια μοίρα σαν όρκος τρανή δένει τ’ αντρόγυνο/πάνω στο κρεβάτι κι  η Δίκη το φρουρεί ……..»  Οι Ερινύες με άγριο πάθος επιμένουν ότι θα κυνηγάν τον Ορέστη μέχρι να πληρώσει για το χυμένο αίμα της μάνας του, κι ο Απόλλων πιστεύει ότι «Η Αθηνά θα εποπτεύει στη δίκαια κρίση.» Κλείνει αυτός ο διάλογος με τις Ερινύες να δηλώνουν « ……εμένα όμως με τραβά της μάνας του το αίμα / και σαν τη σκύλα θα ψάχνω τα χνάρια του»
Κι’ο Απόλλων δηλώνει σε αυστηρό τόνο ότι  «Θα στηρίξω και θα σώσω τον ικέτη μου / η οργή μου θα πέσει βαριά σε θνητούς /και θεούς, αν κανείς φανερά τον προδώσει»
  Tα αντιμαχόμενα μέρη έχουν ξεκαθαρίσει τις απόψεις τους  για τον μητροκτόνο Ορέστη.  Γι’αυτό το θέμα η πάλη θα είναι κυρίως  ανάμεσα στις Ερινύες και στον Απόλλωνα.
Οι τρομαχτικές θεές του σκότους και της εκδίκησης που δηλώνουν ότι δεν θα ησυχάσουν, αν δεν ρουφήξουν το αίμα του μητροκτόνου και ο Θεός Απόλλων ο υπερασπιστής του  ‘’μητροκτόνου’’ που εμπιστεύεται  της Αθηνάς τη δίκαιη κρίση,
όταν θα φτάσει ο Ορέστης, στην πόλη της Παλλάδας.
Ο  ποιητής με εξαιρετική δεξιοτεχνία έχει ήδη προετοιμάσει μια εκρηκτική  ατμόσφαιρα, που θα ξεσπάσει, όταν οι αντιμαχόμενες  πλευρές φτάσουν στην Αθήνα.
  

                                             ΑΘΗΝΑ
                                 ΟΡΕΣΤΗΣ   ΧΟΡΟΣ ΕΡΙΝΥΩΝ

Η δράση του δράματος μεταφέρεται στην Αθήνα .
Ο Ορέστης κρατάει το ξόανο της θεάς Αθηνάς, όπως τον συμβούλεψε ο θεός Απόλλων, περιμένοντας με αγωνία τη δίκη. Ικετεύει την Αθηνά          
 « Αθηνά μου παντάνασσα, πήρα του Φοίβου προσταγή/ και ήρθα, άνοιξε την καρδιά σου και δέξου/  τον καταραμένο, προσπέφτω με χέρι αμόλυντο / ξέβαψε το μίασμα, τρίφτηκε, λιγόστεψε, / καθώς μπήκα σε πόλεις και στράτες ανθρώπων /  και πάνω από στεριές και θάλασσες περπάτησα. /  Σκύβω και δέχομαι τους χρησμούς του Λοξία, /  αγκαλιάζω στο ναό σου τ’ άγαλμά σου θεά,
και προσδοκώ της δίκης την απόφαση»
Σαν λυσσασμένα λαγωνικά που ψάχνουν για το θήραμα ,ορμούν έξαλλες οι Ερινύες .  Οσμίζονται ανθρώπινο αίμα. Προκαλεί ανατραχίλα τρόμου ο λυσσασμένος λόγος τους.

«Κοίτα, κοίτα και πάλι, ψάξε παντού
μη σου ξεφύγει κρυφά
ο μητροκτόνο απλήρωτος.»

Κι΄ όταν τον βρούν με άγρια χαρά κράζουν

«Δες τον. Βρήκε ξανά καταφύγιο
στο άγαλμα τυλίχτηκε της θεάς της αθάνατης
και θέλει να κριθεί για τα χρέη του
Αυτό δε γίνεται. Από τα χάμου δε μαζεύεται
αίμα μητέρας, αλιά του.
χύνεται ,κυλάει στο χώμα και χάνεται.
Πρέπει να δώσεις πληρωμή κόκκινο ,ζωντανό
το αίμα του κορμιού σου να ρουφήξω με χαρά
θα χορτάσω τέτοιο άπιοτο ποτό.
θα σε στραγγίξω ζωντανό, κάτω βαθιά,
θα σε σύρω στη γη, να πληρώσεις αντίποινα.
Αν κανείς θνητός αμαρτήσει
και δε σεβαστεί θεό, γονιούς αγαπητούς
και ξένο, θα δείς να βρεί στην ώρα του
την τιμωρία που του πρέπει.
Ο μέγας δικαστής των θνητών , ο Άδης,
τα πάντα από τον κάτω κόσμο εποπτεύει
με τα κατάστιχα του νού.»
Ένας λόγος των Ερινύων που κάθε λέξη υπονοεί τη λύσσα τους για τον μητροκτόνο Ορέστη και δεν θα ησυχάσουν αν δεν του ρουφήξουν το αίμα.  Όμως στα λόγια τους ,αχνοφαίνετε,  σεβαστική πίστη απέναντι στη θεά Αθηνά
  
ΥΠΟΣΧΕΣΕΙΣ του ΟΡΈΣΤΗ

Ο  Ορέστης κρατώντας το άγαλμα της θεάς Αθηνάς, ισχυρίζεται ότι ύστερα από πολλές περιπέτειες ‘’ξεπλύθηκε η μιαρή μητροκτονία. Έχει κάνει όλες τις απαραίτητες ενέργειες καθαρμού, και τώρα έρχεται  «……με στόμα  πάναγνο της χώρας //τη βασίλισσα την Αθηνά προστάτη μου / επικαλούμαι .Αποκτά δίχως όπλα/ /και μένα και τη χώρα και του Άργους το λαό /  πιστό και δίκαιο σύμμαχο για πάντα,………………..ας έρθει- ο θεός, μας ακούει στην άκρη του κόσμου- κι ’ας λύσει τα δεινά που μ ’έχουν δέσει»   
Αυτή η προσφορά του Ορέστη να κάνει σύμμαχο το Άργος με την Αθήνα, δεν υπονοεί   την έχθρα, που εκείνη την εποχή, υπήρχε ανάμεσα στο Άργος και την Αθήνα;
      
                                ΕΡΙΝΥΕΣ
Με άγρια επιθετικότητα του απαντάν οι Ερινύες και ξεκινάν ένα μαγευτικό  ύμνο που τον συνοδεύουν με ρυθμικό κυκλικό χορό γύρω από τον Ορέστη που απεγνωσμένα προσπαθεί να ξεφύγει. Είναι ένα από τα πιο καταπληκτικά χορικά της Αισχύλειας ποίησης. Χρησιμοποιεί λέξεις εκπληκτικά δυναμικές και εκφραστικές που η κάθε μια εκτοξεύει στον ανθρώπινο νου μύριες όσες  εικόνες.

«Ούτε ο Απόλλων ούτε της Αθηνάς το κύρος
θα σε σώσει, θα χαθείς στην καταφρόνια
Η ψυχή σου θα ξεμάθει τη χαρά.
(«…….η ψυχή σου θα ξεμάθει τη χαρά..»τι συγκλονιστικός στίχος)

Θα γίνεις δαιμόνων τροφή δίχως αίμα.
Δεν απαντάς και φτύνεις τα λόγια μου,
τάμα μου εσύ, που σ΄’ έθρεψαν για να με θρέψεις.
Θα με ταΐσεις ζωντανός κι ’όχι σφαγμένος στο βωμό
και θα σε δέσω με τον ύμνο που θ’ ακούσεις.

Κι’ αρχίζουν το τραγούδι τους’’ μαγευτικό’’ και ΄΄υπνωτικό’
«Έλα να στήσουμε χορό
μας δόθηκε να βγεί στο φως
ενα φριχτό τραγούδι
να πούμε ότι στο σόι μας
κληρώνουμε τη μοίρα των ανθρώπων.
Δικαιοκρίτες είμαστε θαρρώ
όποιος κρατήσει χέρια καθαρά
 δεν θα τον σέρνει καταγής η οργή μας
και τη ζωή του σώος θα περνά.
Όποιος αμάρτησεν όπως αυτός
και κρύβει τα χέρια βαμμένα στο αίμα
μάρτυρες της αλήθειας θα μας βρεί
και παραστάτες των νεκρών
και το αίμα του όλο θα πάρουμε πίσω .

Άκου Μάνα Νύχτα, Μάνα
που με γέννησες και ζώντων και νεκρών
αίματος φόρο, το τέκνο
της Λητώς μ’ ατιμάζει
μου παίρνει το δειλό λαγό
που θα πρεπε μονάχα αυτός
της μάνας του το φόνο να ξεπλύνει.

Γι’ αυτό το θύμα θήραμα
ψάλω ψαλμό παράφορο,
αλλόκοτο και ξέφρενο
των  Ερινύων ύμνο
χωρίς κιθάρες και χορδές
κόμπος του νού και στέρφος



Γι’ αυτό το θύμα θήραμα
ψάλλω ψαλμό παράφορο,
αλλόκοτο και ξέφρενο
των  Ερινύων ύμνο,
κόμπος του νού και στέρφος

Αυτό τον κλήρο θέσπισε
η Μοίρα η ατάραχη για πάντα νάχω
τους θνητούς που βαραίνουν
βέβηλοι φόνοι συγγενών
να τους παίρνω στο φευγιό
ώσπου να μπούν βαθιά στη γη,
μα και νεκροί αλύτρωτοι.

Γι’αυτό το θύμα θήραμα
ψάλλω ψαλμό παράφορο
αλλόκοτο και ξέφρενο
των Ερινύων ύμνο
χωρίς κιθάρα και χορδές
κόμπος του νού και στέρφος.

Κλήρος μας έτυχε στη γέννησή μας
μη μας αγγίξει αθάνατος ουδέ σε τράπεζα
κοινή μαζί μας να δειπνήσει,
άμοιρες κι άτυχες και δίχως της γιορτής
τα πάλλευκα τα πέπλα.

Όταν εμφύλιος Άρης
ρημάζει συγγενείς,
τα σπίτια ξεριζώνω
κι’ ορμάω στο φονιά
και την αποκοτιά του
μέσα στο φρέσκο αίμα του την πνίγω.

Πρόθυμα φορτωθήκαμε τις μέριμνες των άλλων,
εμείς ακούμε πια τις προσευχές, ξενοιάσαν οι θεοί
και γλύτωσαν τις δίκες.
Ο Ζεύς το μισητό σιχαίνεται
το ματωμένο σόι

Δόξες σεμνές των ανθρώπων που φτάνουν στα νέφη
λιώνουν βαθιά μες στη γη κι’ άτιμες σβήνουν
όταν μαυροντυμένες ορμάμε
και το πόδι κάτω βροντάμε στου φθόνου το χορό

Από ψηλά πηδώ
κι’ αφήνω τη φτέρνα
να πέσει στη γη
και τρέχουνε τρικλίζοντας
συφοριασμένοι

Θολώνει το μυαλό, τσακίζεται και δεν το νιώθει.
ζόφος της αμαρτίας τον περιβάλλει
και σέρνεται φριχτή καταλαλιά
πως έπνιξε το σπίτι του πηχτό σκοτάδι.

Είναι γραμμένο για πάντα
εύστοχες, πολυμήχανες
για το κακό μακρόθυμες,
απόκληρες απ’ του θεούς,
στο βόθρο τον ανήλιαγο,
στον τόπο τον απρόσιτο
σε ζωντανούς και πεθαμένους,
τα χρέη διαφεντεύουμε της καταφρόνιας,

Και ποιος θνητός δε θα σκιαχτεί
και ποιος τους δε θα σεβαστεί,
όταν ακούσει το θεσμό
που μου’ ταξαν οι Μοίρες
και τον κυρώσαν οι θεοί,
αρχαίον ιερό θεσμό
που κανείς δεν τολμά ν’ ατιμάσει,
μ’ όλο που διάλεξα να ζω βαθιά στη γη
και στον ανήλιαγο το ζόφο.»

Η παρουσίαση από τις ίδιες τις Ερινύες πως γεννήθηκαν  , πως δρούν,  που ζούν, πως τους τρέμουν οι ζωντανοί και οι πεθαμένοι, πως τιμωρούν αυτούς που έχυσαν συγγενικό αίμα, έχει  ζωντάνια,  ειλικρίνεια θεοτήτων που φανατικά πιστεύουν στην αποστολή τους . Όμως μέσα από το λόγο τους διαφαίνεται και ένα σαν παράπονο να πούμε.    Παρ’ όλο που από τη Μοίρα κληρώθηκαν  και φορτώθηκαν τις μέριμνες των άλλων ,δεν τις αγγίζει κανένας αθάνατος ,ούτε κάθεται μαζί τους να δειπνήσει ‘’άμοιρες κι’ άτυχες και δίχως της γιορτής τα πάλλευκα τα πέπλα’’, τραγουδάν παραπονεμένα. Ο καθαρός λόγος του Αισχύλου δεν νομίζω ότι χρειάζεται καμιά περεταίρω ανάλυση.



ΘΕΑ ΑΘΗΝΑ, ΟΡΕΣΤΗΣ,  ΑΠΟΛΛΩΝ, ΧΟΡΟΣ ΕΡΙΝΥΩΝ

Όταν τελειώσει , το γεμάτο μίσος και κατάρες  τραγούδι των Ερινύων και από μακριά ακουστεί, η φωνή της θεάς Αθηνάς, Απλώνεται απόλυτη σιωπή. Ο καθένας,  από την πλευρά του, προσδοκά να βρει το δίκιο του. Το σωρευμένο μίσος από την αρχή της τριλογίας ανάμεσα σε θύτες και θύματα ,ζητάει διέξοδο, όπως διέξοδο ζητάει και ολόκληρη η τριλογία.
« Ικεσίας κραυγή έφτασε στ’ αυτιά μου /  στου Σκάμανδρου μακριά, όπου διατιμούσα τη γη /  που οι άρχοντες των Αχαιών κι  οι βασιλιάδες/  μου  παραχώρησαν ακέρια κι’ αδιαίρετη /  μέγας λαχνός από τη λεία του πολέμου, /  δώρο τιμής στους κληρονόμους του Θησέα. ,  Έφυγα βιαστικά κι’ ήρθα ξεκούραστα, / χωρίς φτερά, λικνίζοντας το δέρμα της ασπίδας,/  σε τούτο τ’ άρμα/  ζεύοντας ακάματα πουλάρια .»
Έκπληκτη, βλέπει τον Ορέστη με σεβασμό να κρατάει το άγαλμά της, και να τον τριγυρίζουν οι Ερινύες που όπως διαπιστώνει, δεν έχει δει τέτοια πλάσματα ούτε στη σύναξη των θεών, ούτε φέρνει στο νού της μορφή ανθρώπου που να τις μοιάζουν Αμέσως ,η Αθηνά  για να είναι δίκαιη, προσθέτει
« Όταν όμως δεν έχεις απάνω σου ψεγάδι /  σωστό  δεν είναι τους άλλους  να κακολογείς»  Με την πρώτη της εμφάνιση η θεά Αθηνά δείχνει την ειλικρίνειά της και την επιθυμία της να μην αδικήσει κανένα.
Αμέσως παίρνουν το λόγο οι Ερινύες και αυτοσυστήνονται «Με δυό λέξεις τα πάντα
 θα μάθεις κόρη του Διός. /  Είμαστε της Νυκτός τα τέκνα τα φρικτά .  κι  Άρες κατάρες μας καλούν στον Κάτω Κόσμο»  Σε αλεπάληλες ερωτήσεις της Αθηνάς ποιο είναι το αξίωμά τους και ποιές η ενέργειές τους, εκείνες πρόθυμα απαντούν, ότι κυνηγάνε    τους φονιάδες απ’ τα σπίτια στον τόπο που ξεχάσαν τη χαρά , συνεχίζουν  ότι τώρα κυνηγούν το  Ορέστη που τόλμησε να σκοτώσει τη μάνα του.
Στην ερώτηση της Αθηνάς: Ανάγκη τον ώθησε ή φόβος οργής; Και η απάντηση των Ερινύων Υπάρχει μπόλι να μπολιάζεις μητροκτόνους ; Και αφού  απαντήσουν σε όλες τις ερωτήσεις της Θεάς ,  της προτείνουν «Ξεκίνα την ανάκριση, και βγάλε δίκαιη κρίση.»  Η Αθηνά  αρχίζει τις ερωτήσεις στον Ορέστη που κάθεται στην εστία της κρατώντας το άγαλμά της , να πει ποιος είναι, από ποια γενιά, από ποια χώρα και αν μπορεί ν΄ αντικρούσει την κατηγόρια..
Ο  Ορέστης πρώτα πρώτα  δηλώνει με σεβασμό ότι δεν  είναι Ακάθαρτος . δεν είχε μολυσμένο  χέρι  όταν πρόσπεσε στ’ αγάλματά της. «…Πάει καιρός που εξαγνίστηκα μες στους ανθρώπους,/μέσα στα σπίτια τους και σε περάσματα πελάγου και στεριάς.
έτσι μη μεριμνάς και μη σκοτίζεσαι για τέτοια./Ευθύς θα μάθεις και το γένος μου, Αργείος είμαι /καλά γνωρίζεις τον πατέρα μου τον Αγαμέμνονα, / που αρμάτωσε καράβια με ναύτες πολλούς / κι’εσύ μαζί του έκαμες αγνώριστη / την πόλη της Τρωάδας, στο σπίτι του γυρνώντας / κακός τον βρήκε θάνατος. Η σκοτεινή τον σκότωσε  / μητέρα μου. Τον τύλιξε σε βρόχια πλεχτά / που μέσα στο λουτρό μαρτύρησαν το φόνο. / χρόνος πολύς εξόριστο με βρήκε, γύρισα / και δεν τ’αρνιέμαι πως σκότωσα τη μάνα μου, / πληρώνοντας με φόνο το φόνο του πατέρα μου, / Κι’ είναι σ’ αυτά συνένοχος ο Λοξίας / που μάντευε για την ψυχή μου πάθη φριχτά, / αν δεν έκανα το χρέος μου για τους ενόχους. / Εσύ θα κρίνεις, αν είχα ή δεν είχα δικαίωμα /. Ό,τι και να με βρεί θα προσκυνώ τη χάρη σου .»
Η  Αθηνά αφού άκουσε προσεχτικά τους αντίδικους ,  δηλώνει ότι οι η υπόθεση είναι πολύ βαριά  γι’ ανθρώπου   κρίσι. Όμως εφόσον  προσήλθε καθαρός ικέτης, τον δέχετε, χωρίς καμιά υπόνοια, στην πόλη. Αλλά, συνεχίζει, έχουν κι’αυτές
αμάχητο μερίδιο ,κι’αν δεν κερδίσουν τη κρίση , φαρμάκι θα πέσει στη γη μας ο θυμός τους. Τελικά δηλώνει ότι αφού το πράγμα έφτασε ως εδώ «ιδρύω θεσμό σεβαστό στους αιώνες: να δικάζουν φόνους δικαστές ορκωτοί /Εσείς να  προσκομίσετε μάρτυρες και τεκμήρια / για να στηρίξουν την ορθότητα της κρίσης. / Θα επιλέξω τους κατάλληλους πολίτες / να διακρίνουν την αλήθεια στην υπόθεση και θα  ξανάρθω./Θα τιμήσουν τον όρκο τους χωρίς να παραβούνε τη συνείδησή τους»  
 Όταν φύγει η Αθηνά ,οι Ερινύες ανήσυχες ,με αγωνία μιλάνε για τους νέους θεσμούς που πάνε να ιδρυθούν   και που μπορεί να βασιλέψει, το δίκιο του μητροκτόνου. .Είναι ένα χορικό πριν από τη δίκη που οι Ερινύες  χωρίς κραυγές και μίσος θέτουν με σοβαρότητα και υπεύθυνα μερικές αρχές που θα πρέπει να διέπουν τον κόσμο των θνητών. Δίνουν την εντύπωση σαν να είναι ‘’οι Μοίρες’’ των θνητών .Στο λόγο τους δεν υπάρχουν γαυγίσματα και κατάρες αλλά σοφία και γνώση. Είναι ένα λαμπερό χορικό που λάμπει σαν πολύτιμο πετράδι στο σκοτεινό κόσμο των Ερινύων

«Με τους νέους θεσμούς
θα’ρθούν τα πάνω κάτω,
αν βασιλέψει το δίκιο τ’ανόσιο του μητροκτόνου.
Κάθε θνητός για τέτοια πράξη
θα’ χει το χέρι αλαφρό
πάθη προσμένουν πολλά
τους γονιούς μες στο μέλλον,
όταν τα τέκνα θ’ανοίγουν πληγές ζωντανές
σεβάσου το νόμο της Δίκης.
Από το κέρδος μη θολώσεις
και μ’άθεο ποδάρι μη
άτιμα το βωμό ποδοπατήσεις.
Είναι γραμμένο πως στο τέλος θα πληρώσεις.
Να σέβεται ο καθένας
και πάνω απ’όλα το γονιό
και να τιμά τον ξένο
που μπαίνει στο κατώφλι του.

Όποιος δε γονατίζει στην ανάγκη
και το δίκιο ποθεί δε θα διψάσει τη χαρά
και στα δεινά δε θα βουλιάξει.
όποιος μ’αποκοτιά παράνομα
σοδιάζει με τη βία, θα  ρθεί καιρός
να κατεβάσει τα πανιά,
όταν χτυπήσει το κακό
και σπάσει το κατάρτι.

Φωνάζει και κανένας δεν τον ακούει
μέσα στης δίνης την ταραχή
ένας θεός γελά με το θρασίμι
που δε λογάριασε της συμφοράς το δίχτυ
και στ’ ανοιχτά δεν πέρασε τον κάβο,
χτυπώντας στης Δίκης τα ύφαλα
τα περασμένα μεγαλεία,
άκλαυτος χάθηκε κι’άφαντος.»

 Ένα εκπληκτικό χορικό που κέντρο έχει τη Δίκη και το χρέος των ανθρώπων προς αυτή. Νηφάλιο και χρήσιμο, πριν ακριβώς από τη δίκη, μαρτυράει το βαθύτερο προβληματισμό των Ερινύων για την πορεία της ζωής στο χώρο των θνητών.
Εδώ θα ήθελα να παραθέσω τη γνώμη του φίλου μου Νίκου Παροίκου –σκηνοθέτη – διευθυντή ‘’ΕΞΟΔΟΣ ΑΙΓΑΙΟΥ- ΝΙΚΟΣ ΠΑΡΟΙΚΟΣ
‘’Το χορικό είναι μεγαλειώδες. Μια συμπυκνωμένη φιλοσοφική στάση απέναντι στην αδικία και τη βιαιότητα. Ένας ανεπανάληπτος στοχασμός ενός μεγάλου ποιητή. Τι άλλο μπορείς να πεις με αυτά τα κείμενα;  Σιωπάς και στοχάζεσαι τη δύναμη της ανθρώπινης σκέψης’’


                                         Η  Δ Ι  Κ Η

ΑΘΗΝΑ, ΑΠΟΛΛΩΝ, ΟΡΕΣΤΗΣ,  ΧΟΡΟΣ ΕΡΙΝΥΩΝ,

Γυρίζει η Αθηνά συνοδευμένη από δικαστές που εκείνη είχε διαλέξει ,Προπομπούς και πλήθος λαού , για να παρακολουθήσουν ,γράφει ο G. THOMSON (Στο βιβλίο του
‘’ΑΙΣΧΥΛΟΣ ΚΑΙ ΑΘΗΝΑΙ ) την πρώτη νομική δίκη στην ιστορία της  ανθρωπότητας
Η  Αθηνά
«Κήρυκα, διαλάλησε και βάλε τάξη στο λαό, / κι’η βροντερή τυρρηνική σάλπιγγα/ χορταίνοντας  ανθρώπινη πνοή / τρανή λαλιά στο πλήθος να σκορπίσει. / Καθώς γεμίζει δικαστές το Βουλευτήριο,/ ας απλωθεί σιγή για ν’ ακουστεί στην πόλη / ο θεσμός που ιδρύω στον αιώνα τον άπαντα /και τούτοι εδώ ν’ αξιωθούν μια  δίκαια κρίση»
                                              ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΤΗΣ ΔΙΚΗΣ

Αρχίζει η διαδικασία με την ερώτηση του χορού στον Απόλλωνα : Αναξ Απόλλων, μόνο σ’ ότι ορίζεις, κύριος είσαι, / πές μας γιατί μετέχεις σε τούτη την  υπόθεση;
Απόλλων: «Ήρθα για μάρτυρας, αυτός ο άνθρωπος / είναι ικέτης μου κατά το νόμο, πρόσπεσε στο βωμό μου / κι’ από το φόνο του τον έχω εξαγνίσει/ Ήρθα και για συνήγορός του, αναλαμβάνω την ευθύνη / που σκότωσε τη μάνα του. Της δίκης κήρυξε / και δώσε κύρος στην απόφαση»
Αρχίζει ένας διάλογος ανάμεσα Ορέστη και κορυφαίας των Ερινύων.
Στις απανωτές ερωτήσεις των Ερινύων ο Ορέστης ομολογεί ότι σκότωσε τη μάνα του για να εκδικηθεί το φόνο του πατέρα του και ότι τον σπρώξανε σ’ αυτή την πράξη και οι χρησμοί του Απόλλωνα . Στον ισχυρισμό των Ερινύων ότι δεν κυνήγησαν την Κλυταιμνήστρα γιατί  δεν είχε το ίδιο αίμα με τον άντρα που σκότωσε, ο Ορέστης ρωτάει
«Εγώ από το αίμα της μάνας μου πηγάζω;»
Η Ερινύα—«Στη μήτρα μέσα δε σ’ ανάθρεψε φονιά; / Της μάνα σου το αίμα καταριέσαι;»
Ο  Ορέστης καταφεύγει στη μαρτυρία του Απόλλωνα ο οποίος καταθέτει ότι δίκαια ο Ορέστης σκότωσε τη μάνα του. Και προσθέτει ότι «……ως τώρα τίποτε δεν έχω προφητεύσει /σε άντρα , σε γυναίκα και σε πόλη / που ο πατέρας των Ολύμπιων ο Ζεύς να μην το πρόσταξε. / Το βάρος στοχαστείτε που έχει αυτό το δίκαιο / κι’ ακολουθήστε του πατέρα μου τη γνώμη. /Όρκος κανένας την ισχύ δεν έχει του Διός»
Ο Απόλλων στην ουσία με το λόγο του, ότι όλες του οι αποφάσεις του έχουν την έγκριση του Ολύμπιου Διός, το ίδιο και η στήριξή του στον Ορέστη .
Ο Απόλλων αναφέρει πως σκότωσε η Κλυταιμνήστρα τον στρατάρχη Αγαμέμνονα που μόλις είχε γυρίσει από τον πόλεμο……..» Ο διάλογος ανάμεσα σε Απόλλωνα και Ερινύες συνεχίζεται μέχρι που ακόμα να τεθεί και το θέμα από την πλευρά του Απόλλωνα ποιανού είναι ένα παιδί που γεννιέται «……….Μάνα δεν είναι όποια γεννά αυτό που λέει / παιδί της, το σπόρο τρέφει στην κοιλιά μονάχα /Αυτός που σπέρνει γεννά κι’ αυτή σαν ξένη / το φύτρο συντηρεί , αν ο θεός δεν το χαλάσει……Χωρίς μητέρα γίνεται πατέρας να υπάρξει / ως μάρτυρας  παρίσταται η κόρη του Διός / που δεν την έθρεψε της μήτρας το σκοτάδι……………………..»Τελειώνει ο Απόλλωνας την αγόρευσή του με τη διαβεβαίωση ότι  θα μεγαλύνει το λαό και την πόλη και ο Ορέστης θα της είναι πάντα πιστός. Η Αθηνά  σταματάει το διάλογο  και προσθέτει  ότι είναι καιρός να δώσουν οι κριτές τη δίκαιη ψήφο.. Η Αθηνά, πριν από την ψηφοφορία, απευθύνεται στο λαό της Αττικής « Λαέ της Αττικής, πρώτη φορά δικάζοντας /για φόνο, ακούστε το θεσμό που εγκαινιάζω. / Από τώρα και για πάντα μες στη χώρα του Αιγέα / Ιδρύεται των δικαστών τούτο το Βουλευτήριο σ’αυτόν το βράχο του Άρη  που στήσαν τις σκηνές  /οι Αμαζόνες, όταν ήρθανε, φθονώντας τον Θησέα, / να πολεμήσουν, και πύργωσαν καινούργιο πύργο / αντικριστά στην πόλη και στον Άρη θυσίασαν, /απ’ όπου πήρε το όνομα ο βράχος, Άρειος Πάγος-/ σ’αυτόν ο σεβασμός των πολιτών / κι’ ο αδερφός του φόβος μέρα νύχτα / την αδικία θα συγκρατούν, φτάνει, /να μη νοθεύουν τη ροή των νόμων οι πολίτες. / Που θα βρείς καθαρό νερό να ξεδιψάσεις, /όταν με λάσπες και βρωμιές τον μαγαρίζεις;/ Τους φρόνιμου πολίτες συμβουλεύω /να μην ανέχονται την αναρχία και τον δεσποτισμό / και το δέος πέρα για πέρα να μη διώξουν απ’ τη πόλη. /Ποιος είναι δίκαιος  άνθρωπος και δεν φοβάται τίποτα / Τιμώντας το θεσμό με σεβασμό και φόβο, / θα  χεις της σωτηρίας φρούριο στη χώρα και στη πόλη, / τέτοιο που δεν απόκτησε κανένας λαός /ούτε στους Σκύθες ούτε στου Πέλοπος τον τόπο /Αδέκαστο στήνω το Βουλευτήριο τούτο, / αγέλαστο και σεβαστό, φρουρό που ξαγρυπνά /στης κοιμισμένης πόλης το προσκέφαλο. / Αυτή την ανοιχτή παραίνεση χαρίζω στους πολίτες / για το μέλλον, τώρα να σηκωθείτε πρέπει / να πάρετε την ψήφο σας και ν’αποδώσετε  δικαιοσύνη / με σεβασμό στον όρκο σας, εγώ το λόγο τέλειωσα»»  Για το θέμα της αναρχίας , του δεσποτισμού, και του φόβου που λέει η Αθηνά, το ίδιο, σχεδόν με τα ίδια λόγια δεν υποστήριξαν και οι ερινύες στο προηγούμενο χορικό;
Ύστερα από τη διακήρυξη της Αθηνάς συνεχίζεται ο διάλογος ανάμεσα σε Απόλλων και Ερυνίες που απειλούν ότι αν χάσουν τη δίκη  θα ρίξουν τη βαριά τους σκιά στην πόλη και τελειώνει ο διάλογος με τη δήλωση των Ερινύων «……………..μένω ν’ ακούσω με τ’ αυτιά μου την απόφαση /κι’αν θα ξεσπάσω στους πολίτες μένω δίβουλη»
Η Αθηνά δηλώνει ότι είναι δικό της έργο να δώσει τη στερνή κρίση και ότι ψηφίζει υπέρ του Ορέστη και η δικαιολογία της ότι εκείνη «……….εμένα δεν με γέννησε μητέρα και ολόψυχα / το μέρος παίρνω του άντρα, εξόν το γάμο. / Ανήκω στον πατέρα μου πέρα για πέρα / και δε με νοιάζει γυναικός ο θάνατος / που σκότωσε τον άντρα της, το μάτι του σπιτιού της. / Νικά ο Ορέστης ακόμα και με ισοψηφία…….»
Οι ψήφοι βγήκαν ίσοι στη καταμέτρηση. Η Αθηνά θριαμβευτικά  αναγγέλει
«Αθώος βγήκε αυτός από το κρίμα του φόνου / Οι ψήφοι βγήκαν ίσοι στην  / καταμέτρηση»
Ο  Ορέστης ξεσπάει σ’ ένα μακροσκελέστατο λόγο χαράς και ευχαριστίες προς την Αθηνά και τον Απόλλωνα «…………………………………..Χαίρε, θεά, και συ λαέ πολιούχε / είθε να γονατίζεις τους εχθρούς στον αγώνα / κι’ ο νικηφόρος πόλεμος να φέρνει σωτηρία.»
Εδώ νομίζω ότι αποχωρούν από τη σκηνή Ο Απόλλων και Ορέστης. Δεν παίρνουν μέρος στο διάλογο θεάς Αθηνάς και χορού.


                                  ΘΕΑ ΑΘΗΝΑ, ΧΟΡΟΣ ΕΡΙΝΥΩΝ

Οι  Ερινύες φαρμακωμένες από την αθώωση του Ορέστη καταριούνται την πόλη και απειλούν  ότι «…….στο χώμα θα ρίξω τη στάλα την άγονη, / τη φιλοξήρα,το σπόρο τον άκαρπο, / ω Δίκη, που κάτω θα πέσει / και στίγμα θανάτου στην πόλη θα βάλει. / Στενάζω, τι άλλο να κάνω;/θα γίνω της πόλης η συμφορά…………………»
Αρχίζει η προσπάθεια της Αθηνάς για να πείσει τις Ερινύες να μην ρίξουν θανατικό στην πόλη της . Όμως οι Ερινύες βαθιά πληγωμένες από την απόφαση  συνεχίζουν τις απειλές για τις καταστροφές που θα φέρουν στη πόλη της Αθηνάς που τη θεωρούν υπεύθυνη για την αθώωση του μητροκτόνου. Η αθώωση του Ορέστη σημαίνει για τις Ερινύες ότι ατιμάστηκαν γιατι έχασαν το δικαίωμα να τιμωρούν τους μητροκτόνους.
Η αμάχη, όπως γίνεται πάντα ,για να μη χάσουν τα προνόμιά τους

Η  Αθηνά με μεγάλη υπομονή και κατανόηση προσπαθεί να τις πείσει ότι   δεν πρέπει να πικραίνονται και ότι αν πάνε σε άλλες χώρες αλλόφυλες θα λαχταρήσουν τη γη της Αθήνας. Και με πολύ δεξιοτεχνία υπόσχεται ότι θα κάθονται στο ιερό του Ερεχθέως και θα δέχεται τα πρόσφορα αντρών και γυναικών. Όσο οι Ερινύες απειλούν  και κραυγάζουν απελπισμένα τόσο η Αθηνά χρησιμοποιεί τη πειθώ για να τους παρουσιάσει τη θέση που τις προσφέρει .
«Δε θ’ αποστάσω τα καλά να μελετώ, / για να μην πείς ποτέ πως παλαιές θεές /απ τις νεότερες και τους πολίτες μου /απόξενες διωχτήκατε κι άτιμες απ’ τη γη μου. / Αν όμωε έχει σέβας αγνό για την Πειθώ /που χάρισε στη γλώσσα μου το μέλι, /θα δεχτείς και θα μείνεις, κι’ αν πάλι δεν το θες,
Άδικο θάταν την πόλη να ρημάξεις / με συμφορά λαού, με χολή και με λύσσα. / Είναι δικαίωμά σου να  χεις μερίδιο σ’ αυτή τη γη /και να τιμάσαι στον αιώνα των αιώνων.»
Αρχίζει πραγματική ‘’διαπραγμάτευση’’ ανάμεσα σε Αθηνά και Ερινύες. Που θάχουν το ναό τους, ποιες θα είναι οι τιμές τους ,κ.ο.κ Για όλα που ρωτάνε εγγύηση  είναι ο λόγος της Αθηνάς. Ο χορός κλείνει τη συμφωνία λέγοντας « Με μάγεψες θαρρώ κι’ αφήνω την οργή μου» Ρωτάει ο χορός  ποιες ευχές ποθεί η Αθηνά να ψάλει ο χορός για την πόλη της Αθηνάς.
Η  απάντηση της Αθηνάς είναι σαν να βάζει γενικούς κανόνες για μια ευτυχισμένη πόλη.
«Ευχές που χαρούμενες νίκες να φέρουν  / Οι πνοές των ανέμων να τρέχουν στη γη / απ’ τη στεριά, τον ουρανό και του πελάγου /τη δροσιά στη χαρμονή του ήλιου. /
Η αφθονία των καρπών της γης και τα γεννήματα / να ρέουν ασταμάτητα για το λαό μου .  / των ανθρώπων το σπέρμα ν’ αυξάνεται,  / κι’η σπορά των ανόμων να ρεύει. /Ωσάν τον κηπουρό ποθώ να δω / τις γενιές των δικαίων απένθητες νάναι. / Τέτοιες ευχές να πείς, όσο για τους λαμπρούς / αγώνες των πολέμων δε θ’ αφήσω σ’ άλλη πόλη / να χορτάσει τους ανθρώπους με τιν νίκες τις τιμές»
Ύστερα και από τις ευχές των Ερινύων για την Αθήνα, η  Αθηνά με επισημότητα ενθρονίζει τις Ερινύες στην πόλη της.
«Για την αγάπη του λαού μου /θρονιάζω μέσα στην πόλη μου /θεές σκυθρωπές και μεγάλες. / Αυτές την ανθρώπινη /κληρώνουν μοίρα. /Όποιος δεν ένιωσε το χέρι τους βαρύ, / δεν έμαθε ποτέ ποιος τις πληγές ανοίγει / και ποιες αμαρτίες γονέων τον σέρνουν, / αυτός φωνάζει δυνατά κι’η συμφορά μουγγή / σκληρά και πικρά τον ρημάζει»
Συνεχίζεται το κείμενο με ευχές και ευχαριστίες και από το χορό και από την Αθηνά και στο τέλος η Αθηνά θα οδηγήσει τις νέες θεές στου θαλάμους τους
Αθηνά—«Κι σεις χαρά να δείτε. Πηγαίνω μπροστά / για να σας δείξω τους θαλάμους σας / με τ’ άγιο φως αυτής    της λιτανείας. / Προχωρείτε κι όπως βυθίζεστε στη γη / με τα σφαχτά του καθαρμού, / διώχτε τη θλίψη μεσ’ απ’ την πόλη / και στείλτε το καλό που φέρνει δόξα.. / Και σείς οι προύχοντες του Κραναού τα τέκνα, / ξεπροβοδίστε τις καινούργιες συμπολίτισσες / και είθε πάντα με φρόνιμο νου /οι πολίτες τ’ αγαθά ν’ αποκτούνε» Όταν τελειώσουν οι ευχές ,ξεκινάει η πομπή της λιτανείας με τους Προπομπούς να ψάλουν:

‘’Πάρτε τη στράτα της λιτανείας
θυγατέρες της νύχτας μεγάλες,
παρθένες θεές της τιμής.
Ο λαός να κρατεί ιερή σιωπή.

Μπείτε στα άδυτα της γης τα βάθη
ζηλευτές σας προσμένουν
τιμές και θυσίες.
Ο λαός να κρατεί ιερή σιωπή.

Ελάτε, Σεμνές, σπλαχνικές
χαρείτε στο δρόμο σας
της λαμπάδας την πύρινη στάλα.
Κι’ ο λαός να γεμίζει ψαλμούς τον αέρα.

Ο λαός της Παλλάδας την ειρήνη να χαίρεται
κ ι’ ο παντεπόπτης Ζεύς με τη Μοίρα
εγγύηση να ναι.
Κι’ ο λαός να γεμίζει ψαλμούς τον αέρα.
      
                    ΤΕΛΟΣ
                …………………………………

ΚΙ   Ο  ΛΑΟΣ   ΝΑ ΓΕΜΙΖΕΙ ΨΑΛΜΟΥΣ  ΤΟΝ  ΑΕΡΑ

Μ’ αυτό τον ευτυχισμένο στίχο τελειώνει η τριλογία του ΑΙΣΧΥΛΟΥ, ΟΡΕΣΤΕΙΑ.
Ξεκίνησε με τρόμους, φόνους ,δυσοίωνες  προαισθήσεις, συγκρούσεις για να φτάσει στο τέλος της τρίτης τραγωδίας όπου για πρώτη φορά ,θ’ ακουστεί κάτι σαν απολύτρωση, για το θρίαμβο της δικαιοσύνης , το «Κι’ λαός να γεμίζει με ψαλμούς τον αέρα».
Ο  Αισχύλος εχθρός της βίας και των ακροτήτων έστησε μια τριλογία που μπορεί να εκφράζει ένα ολόκληρο κόσμο , όλων των εποχών. Ένας ποιητής της εποχής του, αλλά και όλων των εποχών, που δεν ήταν απλός θεατής για τα όσα γινόντουσαν στην εποχή του, αλλά ήταν παρών και συμμέτοχος . Δεν θα προσπαθήσω να βγάλω συγκεκριμένα συμπεράσματα μετά το περιδιάβασμά μου στον κόσμο της ΟΡΕΣΤΕΙΑΣ. Μια τέτοια προσπάθεια μικραίνει το  εύρος και τη σημασία αυτής της τριλογίας. Ο Αισχύλος δεν δημιούργησε τον κόσμο της τριλογίας για να διδάξει αλλά για  ν’ αποκαλύψει’ ’.Για τον Αισχύλο ο κόσμος της Ορέστειάς του αρχίζει με αντιπαλότητες, αντιθέσεις , με φόνους. Η μια γενιά να εξοντώνει την άλλη και σε συνέχεια η ροή του αίματος να συνεχίζει να ρέει.
Στο ξεκίνημα του πρώτου μέρους και την αναχώρηση του στόλου των Αχαιών  για την Τροία έχουμε ήδη ένα φόνο. Τη θυσία της Ιφιγένειας από τον ίδιο της τον πατέρα. Θυσία για ένα πόλεμο. Από την αρχή ,ο ποιητής, με όσα λέει ο χορός. Καταδικάζει αυτή την πράξη.  «Αισχρός συγκάτοικος το πρώτο λάθος» ξεφωνίζει ο χορός των γερόντων, «ξεχαλινώνει των ανθρώπων τα μυαλά κι’έτσι να σφάξει τόλμησε τη θυγατέρα του  ξορκίζοντας τον άνεμο για τα καράβια……….»
Ο  Αγαμέμνων φεύγει για τον πόλεμο με μια ενοχή ‘’τη θυσία της κόρης του’’ στο χέρι του ήταν να την αποφύγει. Γυρίζει. Η  Κλυταιμνήστρα, .για δικού της προσωπικούς λόγους αλλά και για να εκδικηθεί τη θυσία της Ιφιγένειας ,τον σκοτώνει. Η πράξη της Κλυταιμνήστρας , το αίμα που έχυσε  ζητάει εκδίκηση. Έρχεται ο νεαρός βλαστός και σκοτώνει την ίδια του τη μάνα για να εκδικηθεί το φόνο του πατέρα του.Ο  Αισχύλος δεν μας παρουσίασε ένα οικογενειακό δράμα, αλλά ένα κόσμο που αλληλοσπαράζεται. Ένα κόσμο όπου κυριαρχεί η βία , ο αυταρχισμός. Ο  Αισχύλος πολέμιος της βίας που τον καλλιεργεί ο πόλεμος και ξεχαλινώνει τα μυαλά των ανθρώπων, αναζητάει συμφιλίωση και Δικαιοσύνη. Το  θέμα της θεάς ΔΙΚΗΣ  κυριαρχεί σε όλη την τριλογία. Το ‘’σκοτώνεις και σκοτώνεσαι’’  ο Αισχύλος με το τρίτο μέρος της τριλογίας του καταλήγει στο ‘’σκοτώνεις δικάζεσαι’’ από ανθρώπινο δικαστήριο. Τα αντίθετα συμφιλιόνωνται. Ο  ποιητής που πολέμησε στον Μαραθώνα και στη Σαλαμίνα γνώρισε από κοντά τη βία , τις αδικίες. . Ας θυμηθούμε ένα απόσπασμα χορικού από το πρώτο μέρος της τριλογίας  
«…………Φωνή λαού, οργή λαού,
βαρύ το χρέος ξεπληρώνει της λαϊκής χαράς.
Η μέριμνά μου περιμένει
ν’ ακούσει ό, τι το σκότος εγκυμονεί.
Απ’ των θεών τον οφθαλμό δεν γλιτώνουν
όσοι στο χώμα ξάπλωσαν πλήθος νεκρών,
στης τύχης τα γυρίσματα, στον ώριμο καιρό,
οι Ερινύες μελανές θα στείλουν στη μαυρίλα
αυτόν που θρόνιασε την ευτυχία του στην αδικία.
Θ’ αφανιστεί σε τόπο μακρινό
χωρίς ελπίδα σωτηρίας.
Είναι κρίμα βαρύ να ξεπερνάς
υπέρμετρα το γνώμονα της δόξας
απ’του Διός τους οφθαλμούς
ο κεραυνός ορμά και σε χτυπά…

«…Αυτός ο Ζεύς, το δρόμο χάραξε
της φρονιμάδας μέσα απ’ τη νομοτέλεια:
το πάθος μάθος…τον φρονεῖν βροτούς ὁδώ
σαντα, τον πάθει μάθος
θέντα κυρίως έχειν….»
Θα κλείσω το κεφάλαιο ΟΡΕΣΤΕΙΑ με το λόγο του Άγγλου ελληνιστή, μελετητή του αρχαίου ελληνικού δράματος και γενικά του αρχαίου Ελληνικού πολιτισμού , GEORGE  THOMSON ο οποίος τελειώνει τη μελέτη του για την Ορέστεια με αυτά τα λόγια
«…Έτσι, τελειώνοντας το δράμα του με την παναθηναϊκή πομπή, ο Αισχύλος μας οδήγησε έξω από το σκοτάδι της βαρβαρότητας μέσα στο φως της σύγχρονης Αθήνας. Άρχισε το μύθο του από το μακρινό παρελθόν, και τον τελειώνει στο παρόν, σαν να ήθελε τους θεατές να σηκωθούν από τα καθίσματά τους και να συνεχίσουν το δράμα απ’ το σημείο όπου τάφησε εκείνος» (μετάφραση δεν υπάρχει γιατί ο GEORGE THOMSON μιλούσε και έγραφε στην αρχαία ελληνική γλώσσα και στην νεοελληνική)


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου